O Warrel Dane ήταν πολλά πράγματα: Εκφραστικός τραγουδιστής, οραματιστής, φανταστικός στιχουργός, αυτοκαταστροφικός, χαμογελαστός, λάτρης της καλής μουσικής, σεφ σε βίγκαν εστιατόριο, νεροχύτης στα ξύδια, ζεστός άνθρωπος, ωραίος συνομιλητής, πεισματάρης... Έχοντας μεγαλώσει με τη μουσική του και έχοντας την τύχη να του μιλήσω μια-δυο φορές, η είδηση του θανάτου του έπεσε σαν κεραμίδα. Όχι ότι δε το περίμενα με το lifestyle του και τα προβλήματα που είχε (χρόνια διαβητικός), αλλά διάολε ήταν 57 χρονών. Έχοντας απομακρυνθεί εδω και χρόνια από το τι κάνει μουσικά (οκ, ήξερα ότι είναι στους Sanctuary αλλά τελευταία φορα τον είδα το Σεπτέμβρη του 2011 μαζί τους), έπεσα με τα μούτρα στο μουσικό μνημόσυνο και πολύ γρήγορα θυμήθηκα σε πόσο τεράστιους δίσκους άφησε το αμίμητο στίγμα του και πόσο μου έχει κρατήσει συντροφιά από τα 90s…
Εκ των υστέρων λοιπόν, έμαθα ότι ήταν σε διαδικασία ηχογραφήσεων του δεύτερου προσωπικού του δίσκου στη Βραζιλία με ντόπιους μουσικούς, πράγμα που δυστυχώς δε πρόλαβε να ολοκληρώσει. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε αυτές τις περιπτώσει, η δισκογραφική εταιρία του αποφάσισε να κυκλοφορήσει ό,τι θεώρησε ότι είναι εμπορικά αξιοποιήσιμο σε ένα μεταθανάτιο πακέτο. Σκέφτηκα τότε από τη μια πόσο κλασσικά κοράκια μπορουν να γίνουν οι άνθρωποι (εφόσον ο δίσκος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ) και από την άλλη σαν οπαδός, πόσο ωραίο θα ήταν να ακούσω τι ετοίμαζε ο ταλαιπωρημένος Dane και αν διοχέτευσε τα πάθη του στη μουσική για ακόμα μια (τελευταία;) φορά.
Αρχικά μπορώ να πω ότι κρατούσα μικρό καλάθι, έχοντας δει ένα βίντεο με την τελευταία του λάιβ εμφάνιση στην Βραζιλιάνικη τηλεόραση η οποία τον έδειχνε εμφανώς ντεφορμέ σε όλα τα επίπεδα. Αλλά τελικά έφαγα τρελή τάπα. Στο Shadow Work o Wally ενώ ακούγεται σε σημεία ταλαιπωρημένος φωνητικά, αποδίδει παθιασμένες και συναισθηματικά φορτισμένες ερμηνείες, πείθοντας σε δευτερόλεπτα για το πόσο τίμιος είναι απέναντι στον ακροατή. Πλαισιομένος από άξιους τεχνικά και συνθετικά μουσικούς, το Shadow Work μας τοποθετεί ανάμεσα στο This Godless Endeavour και το Dead Heart In A Dead World των Nevermore, καθώς σε σημεία μας κοπανάει με σκοτεινές πινελιές από τον πρώτο του προσωπικό δίσκο (Praises To The War Machine). Με το που μπαίνει το εισαγωγικό Ethereal Blessing και αρχίζει τις ψαλμωδίες ο Dane, μεταφερόμαστε σε ένα σκοτεινό κόσμο που από την πνευματικότητα περναμε στην αυτοκαταστροφη, τις σχέσεις, τους εθισμούς, τις διακρίσεις και άλλα ευχάριστα θέματα που μας είχε συνηθήσει ο Warrel, όλα δοσμένα με το γνωστό πάθος και οργή. Η παραγωγή είναι ανέλπιστα διαυγής και στιβαρή, οι κιθάρες χαμηλοκουρδισμένες αλλά επικεντρωμένες στα Nevermore—ικά riffs, το rhythm section άξιο τεχνικά και αντιληπτικά(;!;!) της ιστορίας του τραγουδιστή. Και ναι, έχουμε 6 πρωτότυπες συνθέσεις που αρχίζουν από κεραυνούς όπως Madame Satan και Disconnection System, μελωδικές όπως το As Fast As The Others και το Rain και συνδιασμούς των παραπάνω οπως το τρομερό Mother Is the Word For God, οι οποίες έχουν όλες ρεφρενάρες, κάνοντάς τες κολλητικές, χωρίς να χάνουν σε τραχύτητα και επιθετικότητα. Έχουμε και μια διασκευή – άλλαγμα του αδόξαστου στο The Hanging Garden των Cure (από το Pornography του 1982, εξαιρετικός δίσκος) στα πλαίσια του Sound of Silence που είχαν κάνει οι Nevermore (δηλαδή πέραν των στίχων, ελάχιστα στοιχεία έχουν μείνει από το κομμάτι), η οποία είναι εξαιρετική (γνωστός γοτθολάτρης ο μακαρίτης). Ο δίσκος αρχικά σχεδιαζόταν να διαρκεί 80 λεπτά. Εδώ απέμειναν τα 44 τελευταία (;;) λεπτά δημιουργίας ενός χαρισματικού ανθρώπου ο οποίος έζησε έντονα και ασυμβίβαστα τα 57 του χρόνια, αφήνοντας μια μουσική παρακαταθήκη στον σκληρό ήχο (Metal διάολε) που τον κάνει αθάνατο...
On Self Destruction Day, I Choose To Die…
Υ.Γ.: Το κείμενο είναι για τον Σταύρο, που κάποτε έβαλε τον Wally να τραγουδίσει a capella το Communion backstage απειλώντας τον ότι αν δε το κάνει δε θα τον αφήσει να βγει στη σκηνή να κάνει το λάιβ.
Παύλος Πανανουδάκης