Τετάρτη, 04 Σεπτεμβρίου 2019 12:22

Think Punk: Ακούω μουσική (to listen) ή ακούω μουσική (to hear)…

Written by 

Η παραπάνω διαφοροποίηση είναι πολύ σαφής στα αγγλικά. Σημαίνει τη διαφορά του ακούω οτιδήποτε χωρίς ανάλυση και ακούω προσεκτικά ή «διαβάζω» το σήμα που φτάνει στο αυτί μου (αφουγκράζομαι). Τώρα που κάναμε τον αρχικό διαχωρισμό στην αγγλοσαξονική μπορούμε να προχωρήσουμε λίγο πιο ειδικά στην μουσική και πώς αυτή η διαφοροποίηση έχει υλοποιηθεί τα τελευταία 40 χρόνια.

Αφορμή για την παραπάνω σκέψη είναι η αλλαγή που έχει συντελεστεί τα τελευταία 20 έως 40 χρόνια, στον τρόπο που ακούμε/λαμβάνουμε τη μουσική (με την εμπορική της έννοια). Ειδικότερα έχει αλλάξει το «μέσο» από βινύλιο, κασέτες, μαγνητοταινίες σε cd και στη συνέχεια, με την πλήρη «οικιακή» ψηφιοποίηση του mp3, σε smartphone, “στικάκια” κλπ. Παρακάτω η προσωπική μου ιστορία.

Ξεκινώντας από τα γραφικά πλέον 80’s χωρίς MTV, με Μουσικόραμα και ελάχιστα ραδιόφωνα, την, όποια, μουσική έπρεπε να την ανακαλύψω. Είτε από τον μεγαλύτερο ξάδελφο που είχε την δυνατότητα για αγορά βινυλίων αρχικά, είτε από το μοναδικό Μουσικόραμα του Γιώργου Γκούτη (ΕΡΤ 1982-1991). Το Μουσικόραμα που περίμενα κάθε Παρασκευή για να ενημερωθώ… η αλήθεια είναι ότι σήμερα, 40 χρόνια μετά, μπορώ να αξιολογήσω ορθότερα την αξία του. Οι επιλογές των τραγουδιών είχαν πράγματι διδακτικό χαρακτήρα. Yes, Doors, Animals παράλληλα με Kajagoogoo, Thompson Twins και Flock of Seagulls μέχρι και Dionne Warwick. Μουσική που ερχόταν χωρίς πρόσημο ή είδος, απλά άνοιγε για 40 λεπτά ένας φανταστικός κόσμος και ένα ερέθισμα για ψάξιμο (ακόμα και αρκετά χρόνια μετά). Οι πρώτοι μου δίσκοι ever ήταν τότε, με παρότρυνση του ξαδέλφου, οι QUEEN & το Can’t Stop The Music (OST) των Village People καθώς το The Wall είχε εξαντληθεί από τον Λαμπρόπουλο (τελικά μου έγινε δώρο σε CD τελειώνοντας τη Σχολή).

Στη συνέχεια ήρθε το ραδιόφωνο (πειρατικό στη Θεσσαλονίκη)… οι 16 ώρες Θεσσαλονίκη, το Πανόραμα 86, ο Μουσικός Δίαυλος, oι Μουσικές Επιλογές και φυσικά το Ράδιο Θεσσαλονίκη. Επιλογές από όλα τα είδη της εποχής (pop, rock, new wave, new romantics) αλλά και αναδρομές στο παρελθόν (disco, reggae, Motown soul, classic rock). Μια δυνατή παρέα για μετά το σχολείο και το διάβασμα. Άπειρες ώρες και καταγραφή τραγουδιών. Κάπου εκεί ξεκίνησε και η εξερεύνηση των δισκάδικων της πόλης. Πάτσης, Sterodisc (στο πατάρι), Λένα (στο υπόγειο, με άπειρες «καταθέσεις»), Jo – Music Land, Blow Up, Νόρα, Rock 100 και άλλα πολλά που ξεχνάω φυσικά. Ψάξιμο και γνωριμία με τους πωλητές/οδηγούς μέχρι και το τελευταίο έτος του Πολυτεχνείου.

Εδώ θα πρέπει να κάνω μια στάση καθώς θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό αυτό το σημείο. Η ενασχόληση με τη μουσική (ακούω-listen όχι παίζω-γνωρίζω κάποιο μουσικό όργανο) έχει σαν ορόσημο το «ψάξιμο» στο δισκοπωλείο και τον σχετικό τύπο (ΠΟΠ & ΡΟΚ, ΝΜΕ κλπ). Η μυρωδιά του καινούριου γυαλιστερού βινυλίου, το στήσιμο, το ανακάτεμα… όλα μέρος μιας διαδικασίας που το τελείωμα της ήταν η αγορά ενός, δύο… τίτλων και η οργάνωση των μελλοντικών αγορών. Μετά η φροντίδα, οι extra θήκες, τα βουρτσάκια, η ακρόαση και φυσικά η εγγραφή της κασέτας (compilation στα ελληνικά) για ιδιωτική χρήση και το μοίρασμα σε φίλους (ανάλογα με τα γούστα του καθενός). Το Share the Gift of Music που είχαν κολλημένο κάποια εξώφυλλα σε πλήρη εφαρμογή. Κάθε φίλος έχει και ένα μουσικό χαρακτηριστικό, κάθε τραγούδι συνδέεται με κάποια κατάσταση (συναισθηματική ή πραγματιστική), κάθε συγκρότημα έχει μια προσωπική ή δημόσια ιστορία. Έτσι η μουσική γίνεται βίωμα και κοινωνικό φαινόμενο αφορμή για ζυμώσεις, τριβές, γνωριμίες, συζητήσεις και φιλίες που γεννήθηκαν και κάποιες τώρα έχουν χαθεί. Ο Cho (Crash των Primitives, When Doves Cry και γνωριμία με τους ΠΥΞ ΛΑΞ), ο Στέλιος (εισαγωγή  στους RIDE, στους PIXIES & στους Sunnyboys), o Τάκης  (πρώτη συναυλία στην Αθήνα με τον Καρβουνιάρη για τους Inspiral Carpets, Αυστραλιανό rock και ο συντονισμός στο A Forest των Cure στο Eject 2019)… και το ταξίδι συνεχίζει μέχρι σήμερα με μουσικές ιστορίες. Ο Λάμπρος (και μια φιλία που ξεκίνησε μέσω των Stone Roses & Wings), η Φιλίτσα (Heather Nova, Cars & Comet Gain), ο Ηλίας (U2, DM), ο Τέο (Raveonettes), η Μάγια (επαφή με Ξύλινα Σπαθιά & ΤΡΥΠΕΣ), ο Γιώργος από το δημοτικό (Beatles) και πολλοί φίλοι και γνωστοί που έχουν ταυτοποιηθεί με ένα τραγούδι, ένα συγκρότημα, έναν ρυθμό. Μια θλιμμένη Κυριακή με το Bad των U2, ένα βροχερό πρωινό με τον Bruce Springsteen, μια μουντή μέρα στο Portsmouth με Morrissey, το camping στην Περίσσα με Alpha Blondy, η Αμοργός με Cesaria, περπάτημα στο Golders Green με Runaway Train, Παρίσι με Foo Fighters, το οικογενειακό ταξίδι στη Θεσσαλονίκη ή στα Λαγκάδια που περιλαμβάνει υποχρεωτικά Πορτοκάλογλου-Φάμελλο-Ζιώγαλα στο μοναδικό Απόψε Είναι Ωραία… Πιστεύω ότι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της μουσικής είναι, η μελαγχολία που φέρνει τόσο δυνατά μέσα από τις αναμνήσεις. Κάθε κατάσταση, τοποθεσία, διάθεση, ημερομηνία, δραστηριότητα θα ντυθεί με ένα τραγούδι.

Φτάνοντας σιγά σιγά προς το 2019, κάπου στις αρχές των 90’s έρχονται τα cd και η αρχική ψηφιοποίηση. Τέλειος, αψεγάδιαστος, κρυστάλλινος, αποστειρωμένος ήχος (σαν διαφήμιση ακούγεται) χωρίς απαιτήσεις φροντίδας και προσοχής. Μικρό μέγεθος, εύκολο στη μεταφορά και μηχανήματα πιο εύχρηστα. Η εμπορική μουσική μπαίνει σε κάθε σπίτι με το MTV και δεν χρειάζεται πλέον ψάξιμο και να ρωτήσεις. Η εικόνα αρχίζει να κυριαρχεί και κερδίζει την αφήγηση και τον ρυθμό. Οι επιτυχίες έρχονται από τα video clip και όχι από air play και πωλήσεις. Το καινούριο είναι καλό, εντυπωσιακό, πλούσιο το παλιό συντηρητικό, παρωχημένο… το MTV και το MAD καθορίζουν τις τάσεις. Υπάρχει ακόμα όμως ο διαχωρισμός (θεωρητικός ή πρακτικός) των βασικών ειδών (pop, rock, alternative/progressive/indie) και ακόμα και νέα genders όπως το grunge που ξαναζωντανεύει την έννοια της rock. H δεκαετία των 90’s έχει να παρουσιάσει πλούσια παραγωγή και πολλά διαφορετικά «πειράματα» σε Αγγλία και Αμερική. Ίσως να είναι μόνο ιδέα μου γιατί με αρέσει ιδιαίτερα… θλίψη, χαρά, μαυρίλα και χορός… Grunge, Manchester, ElectroPop και πολλοί άλλοι τίτλοι. Η πρόσβαση στην μουσική ακόμα βρίσκεται σε μια ισορροπία. Υπάρχουν ακόμα δισκοπωλεία όμως τα ραδιόφωνα και τα τηλεοπτικά κανάλια, πολλά και διάφορα…

Και ξαφνικά έρχεται στη ζωή μας το mp3, το downloading, το live streaming και το YouTube. Έτσι άλλαξαν όλα. Όλα πλέον στο πιάτο, εύκολα, γρήγορα, άοκνα και έτοιμα στη σειρά. Μπορεί να βρει κανείς τα πάντα από το σπίτι χωρίς να προσπαθήσει καθόλου. To YouTube «ξέρει» τί σου αρέσει και τί θα ακούσεις μετά το επόμενο τραγούδι. Δεν θα πας να ρωτήσεις και να ψάξεις σε κανένα δισκάδικο, δεν θα σημειώσεις κανένα τραγούδι που άκουσες στο ραδιόφωνο, δεν θα προτείνεις κάτι σε έναν φίλο… ο καθένας ζει τη μουσική ατομικά & απομονωμένα. Χάθηκε εντελώς το εξώφυλλο, το φυλλάδιο των στίχων, η συσκευασία, η μυρωδιά…

Έτσι η μουσική δεν είναι πλέον βιωματική, δεν αποτελεί κοινωνική αφορμή, δεν φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους, δεν αποτελεί προβληματισμό και τροφή για σκέψη. Έχει χάσει την αξία της, όχι τόσο ως τέχνη αλλά κυρίως ως συναίσθημα (μελαγχολία, ανάμνηση, βίωμα) εξαιτίας της ευκολίας πρόσβασης και της τεράστιας ποσότητας/προσφοράς. Δεν απαιτεί καμία επιλογή ή κριτική. Το φαινόμενο Sin Boy είναι χαρακτηριστικό αυτής της ισοπέδωσης. Σήμερα απλά ακούμε, τίποτα άλλο. Χωρίς ουσία, συναίσθημα, περιεχόμενο. Πρόσφατο παράδειγμα είναι η sold out συναυλία των Cure, με κοινό από 13 έως 53 χρονών, που μόνο οι 40plus τραγουδούσαν τα λόγια. Τί είναι οι Cure χωρίς στίχους; Ακόμα και οι ζωντανές εμφανίσεις θυμίζουν προβολές και όχι πραγματικά γεγονότα. Το κοινό σπαταλάει όλη την εμπειρία για να τραβήξει video με το κινητό χάνοντας τη ζωντάνια, τον παλμό, το vibe, τη μοναδικότητα της performing art.

Έχοντας μεγαλώσει στο σπίτι του παππού που ήταν γεμάτο δίσκους και βιβλία (πάνω από 1.000 τίτλους με Θεοδωράκη, Μητσιά, Νταλάρα, Χιώτη-Λίντα κλπ.) μου είναι πολύ δύσκολο να «συμπιέσω» τη μουσική μου σε ένα στικάκι με 456 τραγούδια. Δεν είναι δυνατόν να «βιώσεις» τόση ποσότητα μουσικής. Αντίθετα μια 90άρα κασέτα με 20-24 τραγούδια που έχεις προσεκτικά επιλέξει για το καλοκαίρι θα σε σημαδέψει/συνοδεύσει (εσένα και την παρέα) για την υπόλοιπη ζωή σου. Το συμπέρασμα είναι ότι έχει χαθεί το συναίσθημα και η «ανάγνωση». Μειώνεται η δυνατότητα παραγωγής συναισθημάτων, το ταξίδι σε μαγικούς κόσμους και γενικά περιορίζεται μια διαδικασία που είναι ταυτόχρονα πολύ προσωπική αλλά συνδέει άρρηκτα ανθρώπους μεταξύ τους και με καταστάσεις. Ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές στο camping, έχουν ήδη δεθεί με το Vapour Trail των RIDE που δεν περίμενα ποτέ να ακούσω σε κάποιο bar ή café. Και η μουσική συνεχίζει χέρι-χέρι με την καθημερινότητα. Στις μικρές και τις μεγάλες στιγμές. Το soundtrack παίζει συνεχώς και η κάθε ιστορία αρχίζει… Keep on rocking in the free world on these Roads with a Redemption Song.

*ΥΓ-1: κλείνοντας αυτές τις προσωπικές θεωρίες και σκέψεις, μου κάνει τεράστια εντύπωση το γεγονός ότι ενώ υπάρχει πλέον αυτή η ευκολία στην πρόσβαση οποιουδήποτε είδους μουσικής, οι δύο βασικοί rock/alternative (ας πούμε) ραδιοφωνικοί σταθμοί της Αθήνας (της οποίας πλέον είμαι κάτοικος εδώ και 20 χρόνια) περιορίζονται σε ένα βρεφικό playlist 150 συγκεκριμένων τραγουδιών. Τίποτα καινούριο και καμία αναμόχλευση από το παρελθόν. Ατελείωτη, βαρετή επανάληψη…

**ΥΓ-2: τα τελευταία χρόνια έχουν εξαφανιστεί τα δισκοπωλεία (Happening, Virgin, Πάτσης, Metropolis κλπ.). Οι επιλογές είναι εξαιρετικά περιορισμένες (ίσως σε μια μόνο εμπορική εταιρία) όπως και η ανθρώπινη επαφή… ρωτάς τον υπάλληλο και ψάχνει στο internet.

***ΥΓ-3: η πραγματεία αυτή δεν αφορά στο βινύλιο, αν και το έχει σαν αφορμή.

“Somebody was trying to tell me that CDs are better than vinyl because they don’t have any surface noise.  I said, “Listen, mate, life has surface noise”, John Peel.

Κωστής Παπαϊωάννου

Soundgaze team

Fix your gaze on music!

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα