Περιμένατε ποτέ ότι ένα χριστιανικό μέταλ συγκρότημα θα έκανε ποτέ επιτυχία στην Ελλάδα ή ότι έστω θα είχε κάποιους πιστούς ακόλουθους; Πρώτα από όλα “χριστιανικό”, καθώς κάποτε κυριαρχούσε ο μύθος ότι ο σκληρός ήχος είχε άμεση σχέση με τον Εξωαποδώ κι οτιδήποτε κακό. Συγκροτήματα όπως οι Loudness απέδειξαν το αντίθετο στα ‘80s, κάνοντας παγκόσμια επιτυχία με το χριστιανικό χαρντ ροκ τους. Βεβαίως υπήρχαν και πάρα πολλά άλλα συγκροτήματα που συνήθως κινούνταν σε τοπικό επίπεδο και ακόμη συνηθέστερα δεν είχαν να δώσουν κάτι ιδιαίτερο μουσικά ώστε να μας ενδιαφέρει πρωτίστως ως ακροατές και δευτερευόντως ως χριστιανούς (λέμε τώρα). Οι Saviour Machine από την ηλιόλουστη Καλιφόρνια πέτυχαν το αυτό, όχι βέβαια μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως με ένα ισχυρό cult following που δεν ασπαζόταν απαραίτητα το στιχουργικό περιεχόμενο των κομματιών τους.
Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που θα ξεκινήσουμε την αφήγησή μας ανάποδα, από το Saviour Machine II. Όσοι έτυχε να ασχολούνται με τα μεταλλικά πράγματα στην Ελλάδα γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, σίγουρα θα θυμούνται πως πρώτα ακούσαμε το II και μετά το I. Ίσως δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε (αλλά θα το κάνουμε) πως εκείνη την εποχή το διαδίκτυο υπήρχε μεν ως έννοια, αλλά ήταν ελάχιστα διαδεδομένο. Σύμφωνα με σχετική έρευνα, υπήρχε μόνο στο 1% των νοικοκυριών των ελληνικών αστικών κέντρων το 1995 (!) και φυσικά στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, ενώ και οι ταχύτητες κάθε άλλο παρά ιλιγγιώδεις ήταν (στην Ελλάδα, πάντα). Οι δύο δίσκοι είχαν κυκλοφορήσει πρώτα στις ΗΠΑ από την Intense Records προφανώς στη σωστή χρονολογική τους σειρά. Εν συνεχεία η MCM Music δημιουργήθηκε αρχικά για να κυκλοφορήσει τους δίσκους των Saviour Machine στην Ευρώπη και κατόπιν εξελίχθηκε σε μεγάλη δύναμη του χριστιανικού metal κινήματος - αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Έτσι σε συνεργασία με την Massacre το Saviour Machine II, που στην Αμερική κυκλοφόρησε το 1994, έβγαλε την Ευρωπαϊκή έκδοση του δισκου το 1996, αλλάζοντας το εξώφυλλο σε κάτι πιο γουστόζικο, αν μας επιτρέπετε. Παρεμπιπτόντως, η αυθεντική αμερικάνικη περιορισμένη έκδοση με το μωβ εξώφυλλο αυτή τη στιγμή είναι περιζήτητη, καθώς είχαν κυκλοφορήσει μόλις 100 κομμάτια. Αργότερα, όταν το διαδίκτυο εγκαταστάθηκε για τα καλά στις ζωές μας, μάθαμε ότι η Intense Records είχε βγάλει το ‘94 και γερμανική έκδοση για το άλμπουμ, που κυκλοφόρησε στη Γερμανία με το αυθεντικό εξώφυλλο παρακαλώ, όμως το ‘96 και χάρη στην Massacre Records ο δίσκος απέκτησε διανομή και πέρα από το underground κύκλωμα και έγινε γνωστό και πανευρωπαϊκά, κατ’ επέκταση και στη μικρή μας μεταλλοχώρα.
Σημασία όμως όπως πάντα έχει η μουσική και εδώ τα αποτελέσματα είναι εκθαμβωτικά, ειδικά αν σκεφτούμε τα κύρια ακούσματα του metal κοινού της εποχής. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ξανά ότι τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά στα ‘90s όσο αφορά τη μουσική και τη διάδοση της. Για αρχή, το να κυκλοφορήσει ένας δίσκος που, πρακτικά, ελάχιστη σχέση είχε με οποιαδήποτε προσέγγιση του σκληρού ήχου τότε, από μία εταιρεία που κατά βάση κυκλοφορούσε metal πράγματα (Paradise Lost, Sepultura, Crematory αλλά και Fates Warning, Viper και Soul Cages) ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακό και ανοιχτόμυαλο. Διότι το δεύτερο άλμπουμ των Saviour Machine δεν με έμοιαζε με τίποτα από όλα τα παραπάνω. Το πολύ επιτυχημένο υβρίδιο γκόθικ και power metal (με έμφαση στο “metal”) του ντεμπούτου εξελίχτηκε σχεδόν απότομα σε μία κατά βάση gothic rock ατμόσφαιρα. Δεν θα μιλήσουμε ακόμη για τα πολύ προφανές της εκπληκτικής οπερατικής φωνής του Eric Clayton, αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρουμε τον μοναδικό ήχο της κιθάρας του αδερφού του, Jeff Clayton, που παρότι δεν κυριαρχεί σε ένταση συγκρινόμενη με τα υπόλοιπα όργανα, αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της. Ο ήχος της γεμίζει το χώρο χάρη στο χαρακτηριστικό delay που εφαρμόζει ο Jeff Clayton και δίνει αυτήν την ονειρική αίσθηση που αγαπάμε στο ΙΙ. Χαρακτηριστικότερές προτάσεις ακρόασης το Child In Silence και φυσικά το υπέροχο Love Never Dies. Ο ρυθμός και τα αρχικά πλήκτρα του Hunger Circle άραγε μετράνε για metal; Φυσικά και όχι, τουλάχιστον όχι όπως το αντιλαμβανόμαστε έως τότε. Ο Nathan Van Hala ζωγραφίζει στο πιάνο και στα synths με μοναδικό τρόπο. Ουσιαστικά αν τα ντραμς δεν ήταν τόσο δυναμικά και η στεντόρεια φωνή του Clayton δεν γέμιζε τόσο πολύ το ηχητικό μας πεδίο, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι το συγκεκριμένο κομμάτι θα μπορούσε έστω και χαλαρά να ενταχθεί στο μεταλλικό πλαίσιο.
Ακούγοντας σε δεύτερο χρόνο το πρώτο άλμπουμ των Saviour Machine δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις τις εμφανέστατες διαφορές μεταξύ τους. Το ντεμπούτο ξεκινά με ένα τεράστιο underground hit: το Carnival Of Souls συνδυάζει άψογα τον γοτθικό ήχο με το επικό μέταλ, με κιθάρες που πριν μεταλλιάσουν θα μπορούσαν να ενταχθούν σε οποιονδήποτε δίσκο των Cocteau Twins και υπέροχη μπασογραμμή που παραπέμπει στους Sisters Of Mercy. Ο trademark ήχος σφραγίζεται στα Ludicrous Smiles, Son Of The Rain και φυσικά στο κατα(π)ληκτικό Jesus Christ, ενώ πιο αμιγείς μεταλλικές στιγμές αποτελούν τα Force Of The Entity, Killer. Παρότι, αφού είχε προηγηθεί η ακρόαση του συγκλονιστικού ΙΙ, το Ι μας ακουγόταν σαφώς κατώτερο, ο χρόνος το δικαίωσε στα αυτιά μας και το τοποθέτησε σε αντίστοιχα επίπεδα με τον ακόλουθό του.
Στο βίντεο που ακολουθεί θα δούμε ως δωράκι μία αρχική μορφή της μπάντας από την εποχή του demo, όπου ο Clayton εμφανίζεται χωρίς το κλασικό πλέον μυστηριακό makeup.
Λίγο αργότερα, ο Eric Clayton ανασκουμπώθηκε στο να γράψει την τριλογία της δικής του Αποκάλυψης. Δυστυχώς τα Legend (I, II και III:I) ήταν τόσο φιλόδοξα που τελικά έβαλαν ταφόπλακα στα μελλοντικά σχέδια των Saviour Machine (ως τώρα, πάντα). Για την ιστορία, η τριλογία, που τελικά θα αποτελούνταν από τέσσερα άλμπουμ, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ επισήμως. Μάλιστα το τέταρτο μέρος κυκλοφόρησε από την Massacre αλλά δεν έγινε ποτέ αποδεκτό από τον Clayton ως επίσημη κυκλοφορία διότι, όπως υποστήριζε και εδώ που τα λέμε όπως ακούγεται κιόλας, αποτελείται από συρραφές, demo και ανολοκλήρωτες μίξεις που κάποια τζιμάνια της δισκογραφικής ανακάλυψαν καταχωνιασμένα σε κάποιο συρτάρι του στούντιο που ηχογραφούσαν. Μετά από μία μακρά διακοπή, πλέον το συγκρότημα τυπικά συνεχίζει να υφίσταται, όμως ο Eric Clayton προς το παρόν έχει αφιερώσει τις δυνάμεις του στη νέα του μπάντα (Eric Clayton And The Nine) με τους οποίους φιλοδοξεί να γράψει τη νοητή δηλαδή συνέχεια των πρώτων άλμπουμ των Saviour Machine - κάτι σαν το Saviour Machine 3. Με αυτή τη μορφή θα μας επισκεφθούν και στην Ελλάδα για δύο συναυλίες, την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου στο Eightball στη Θεσσαλονίκη και το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο του Demons Gate Festival στο Κύτταρο. Εκεί μας έχουν υποσχεθεί πως θα παίξουν ένα σετ γεμάτο από κομμάτια από τους δύο θρυλικούς πρώτους δίσκους των Saviour Machine αλλά και από καινούργιο υλικό το οποίο πραγματικά αγωνιούμε να ακούσουμε.