THE SLAYERKING - Sanatana Dharma (2016, Finisterian Dead End)
Όσοι ασχολούνταν με την ελληνική metal σκηνή των ‘90s, θα θυμούνται οπωσδήποτε τους Nightfall του Ευθύμη Καραδήμα. Με ιστορικότητα αντίστοιχη των Rotting Christ/Septic Flesh αλλά χωρίς το following και τη διαχρονικότητά τους, κυκλοφόρησαν αρκετά άλμπουμς μέσω της γαλλικής Holy Records, την εποχή που το να υπογράψεις σε μια μη ελληνική εταιρία ήταν όχι απλά καθόλου δεδομένο, αλλά και εντελώς πρωτοποριακό. Αξίζει να αναφερθούν ως εισαγωγές στον κόσμο τους τα albums Athenian Echoes και Lesbian Show, το δεύτερο εκ των οποίων είχε εκτινάξει το όνομά τους τω καιρώ εκείνω ώστε να τους μάθει και ο “μη μου βάζετε metal” Αναγνωστόπουλος. Ο Καραδήμας επέστρεψε φέτος με νέο σχήμα και νέο ήχο. Το 1ο άλμπουμ των Slayerking, με κάθε σεβασμό στο παρελθόν του δημιουργού του, είναι ίσως ό,τι αρτιότερο έχει βγει ποτέ από τα χέρια του Καραδήμα. Εξαιρετικά ώριμος και κατασταλαγμένος σκοτεινός metal ήχος, στις παρυφές του doom πολλές φορές, στιβαρές συνθέσεις με προσωπικότητα και φωνητικά ουσίας, χωρίς υπερβολές, έστω και με την love-or-hate προφορά του Καραδήμα. Δεν πειράζει που λείπει το “γκάζι” των Nighfall, οι Slayerking προσεγγίζουν με σoβαρότητα τη μουσική τους κουβαλώντας το απόσταγμα της εμπειρίας του βασικού τους συνθέτη.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε το υπέροχο εξώφυλλο και το ταιριαστό εικαστικό του CD, το οποίο οι Slayerking θεωρούν ως εγγενές της μουσικής - και έτσι είναι πράγματι!
Η αισθητική της μουσικής διαποτίζει τις ζωγραφικές παραστάσεις του booklet, αλλά και το όλο artwork (απίθανη επιλογή χρωματικών συνδυασμών) επηρεάζει την αίσθηση της ακρόασης. Με το She Is My Lazarus επιτυγχάνεται το ιδανικό ξεκίνημα, ένα αργόσυρτο doom κομμάτι που οδηγεί στο ρυθμικό mid tempo Black Mother Of The Lord Of Light. Πλέον είμαστε πιο στο κλίμα του δίσκου, όπου μπαίνουμε για τα καλά με την αγωνιώδη εισαγωγή και τα εκφραστικά τύμπανα του Magnificent Desolation. Μέχρι το καταληκτικό έπος του Southern Gate Of The Sun, έχουν περάσει 40 λεπτά ποιοτικής σκληρής και πάνω από όλα σκοτεινής μουσικής (ιδανική διάρκεια για ολοκληρωμένο άλμπουμ).
Αν μετράει η αίσθησή μου, με ευχαριστεί πολύ όταν οι μουσικοί (π.χ. του metal, που είναι και το θέμα μας εδώ) συμβαδίζουν εξελικτικά με την ηλικία τους και κατ’ επέκταση την ηλικία των ακροατών τους. Οι παλιοί φίλοι των Nightfall (αν και η σχέση των δύο συγκροτημάτων είναι αρκετά χαλαρή) θα εκτιμήσουν σίγουρα, όσοι εξέφραζαν τις αντιρρήσεις τους οφείλουν να δώσουν μία ευκαιρία στους Slayerking. Το επόμενο άλμπουμ τους - που ετοιμάζεται πυρετωδώς αυτήν την περίοδο - αναμένεται ακόμη πιο βελτιωμένο στα δυνατά του σημεία (ασφαλής υπόθεση αν και φυσικά δεν είχα ακούσει νότα όταν έγραφα αυτές τις γραμμές).
MEMORAIN - Duality Of Man (2016, Rock Of Angels Records)
Οι metal fans ανά την επικράτεια έχουν συνδέσει άρρηκτα το όνομα των Memorain με το μουσικό σήμα της μακροβιότερης ως αυτήν την στιγμή τηλεοπτικής εκπομπής για το heavy metal στην Ελλάδα. Βέβαια η μπάντα του βιρτουόζου κιθαρίστα Ηλία Παπαδάκη δεν κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία μόνο για λίγα δευτερόλεπτα ηχητικής επένδυσης μιας εκπομπής. Φέτος μας παρουσιάζουν το 7ο άλμπουμ τους, στο οποίο τηρούν για άλλη μία φορά με ευλάβεια τις παραδόσεις του αμερικάνικου power/thrash με τις γρήγορες, στακάτες και πάνω από όλα heavy κιθάρες. Οι αναφορές στους Testament ίσως ξεχωρίζουν, κυρίως λόγω της συνάφειας της χροιάς του Βαγγέλη Κόλιου με αυτής του Chuck Billy (συμφωνείστε μαζί μου ακούγοντας το The Giant). Οι φίλοι του ιδιώματος που δεν έχουν τοπικιστικά κολλήματα θα εντοπίσουν και θα απολαύσουν επιρροές και από την ευρωπαϊκή σχολή, βλέπε Kreator (όπως στο εναρκτήριο Demon’s Hunt) ή The Haunted (στο ρυθμικό The Crescent), ακόμη και Rage τέλους των 90s (όλες οι μελωδίες, κιθάρας και φωνητικών, στο mid-tempo Since I Remember). Αυτή η ικανότητα ελιγμών με τόσο συνεκτικό τελικό αποτέλεσμα, δίνει πολλούς πόντους στην προσπάθεια της παρέας του Παπαδάκη, έστω κι αν δεν είναι όλα τα κομμάτια το ίδιο ευμνημόνευτα.
Λίγη από την φήμη που ακολουθεί τους Memorain οφείλεται και στην στρατολόγηση guests μουσικών, συνήθως εντυπωσιακών ονομάτων που κάποιες φορές συμμετέχουν και ως κύρια (δεν ταιριάζει το “μόνιμα”) μέλη. Φανταστείτε πως π.χ. το Evolution του 2012 ηχογραφήθηκε με τους Ralph Santolla (!), Steve Di Giorgio (!) και Gene Hoglan (!!) ως βασικά μέλη, ενώ μεταξύ των “κανονικών” guests έλαμπαν τα ονόματα των Dave Ellefson (ο πιο τακτικός έκτακτος συνεργάτης του Παπαδάκη, μάλιστα συνεισέφερε και κάποιους στίχους!), Jeff Waters & Tim Ripper Owens! Το Duality Of Man είναι περισσότερο ελληνική υπόθεση, όμως συμμετέχει ξανά ο Ellefson σε ένα κομμάτι (The Last Of Light), εκεί όπου ο Blaze Bailey (πρώην Iron Maiden) δίνει κάποιες φωνητικές ανάσες στον Κόλιο, και το κιθαριστικό δίδυμο των Flotsam & Jetsam (Steve Conley & Michael Gilbert) σε άλλα δύο κομμάτια προς το τέλος του CD. Καλό βέβαια το namedropping, αλλά (για να είμαστε εντελώς ρεαλισταί) κυρίως εξυπηρετεί ώστε να ακουστεί το όνομα των Memorain και σε άτομα που υπό άλλες συνθήκες ίσως δεν αποκτούσαν επαφή με τη μουσική τους. Σε κάθε περίπτωση οι καλεσμένοι ποτέ δεν υπονομεύουν το τελικό αποτέλεσμα. Οι Memorain παραμένουν τυπικοί στο ραντεβού τους με τα στάνταρ που έχουν οι ίδιοι θέσει και μάλιστα κάνουν ένα μικρό βήμα μπροστά. Οι φίλοι του αμερικανόφερτου thrash ήχου μπορούν να προσθέσουν άφοβα το Duality Of Man στη συλλογή τους.
MATERIAL VIBE - Urge Over Logic EP (2016, self-released)
Η μπάντα στην τωρινή της μορφή υπάρχει σχεδόν 3 χρόνια, τα οποία τα έχει περάσει κατά βάση μετρώντας τις δυνάμεις της στους μικρούς συναυλιακούς χώρους της Αθήνας. Η πρώτη επίσημη ηχογράφηση των Material Vibe περιλαμβάνει 4 κομμάτια, 1 εκ των οποίων σε demo μορφή. Ο τίτλος του ΕΡ, Urge Over Logic - ...ή αλλιώς: η ομορφιά είναι στο old-school. Metal θα ακούσετε, μην αμφιβάλλετε, όμως αν έχετε μπουχτίσει από τον βαρυφορτωμένο και τίγκα στα ντεσιμπέλ ήχο πολλών σύγχρονων ελληνικών metal σχημάτων (διότι έχουμε κι έναν loudness war να συμμετέχουμε...), οι Material Vibe θα σας θυμίσουν παλαιότερες εποχές, όπου έπρεπε κάπως να ξεχωρίζουν τα όργανα μεταξύ τους και να ακούγονται σε ανθρώπινες εντάσεις, ώστε να μπορείς να τα βάλεις δυνατά και να μην υποτιμάται η ακοή σου. Με συνθέσεις και riffs που επιδιώκουν να κολλήσουν στο μυαλό και όχι να γίνουν οχήματα επίδειξης ικανοτήτων, δίνοντας βάση στο τραγούδι και όχι στην ταχύτητα, σκέφτονται και πράττουν όπως τα συγκροτήματα που ανθούσαν στα ‘80s - ‘90s. Στην τραγουδοποιία εκείνων των δεκαετιών, και δη τις αμερικάνικες μπάντες, βρίσκεται η κύρια πηγή της έμπνευσής τους: Metallica (και, αν τους διυλήσουμε, Iced Earth, οι οποίοι όπως καταλαβαίνετε και από προηγούμενα κείμενα έχουν στιγματίσει ανεξίτηλα τη γενιά των εγχώριων ‘90s μεταλλάδων, για τέτοιο επίπεδο επιτυχίας μιλάμε), Megadeth, Slayer (στην πιο mid-tempo περίοδο), λίγο Iron Maiden στις εισαγωγές για ξεκάρφωμα - από εκεί ξεκινάνε και η μουσική τους τραβάει την ανηφόρα. Βέβαια, στην πρώτη αυτή γνωριμία με το μεταλλικό κοινό περισσότερο αποκαλύπτουν τα ακούσματά τους, παρουσιάζοντας την μικρή ως τώρα ιστορία τους, παρά να σχηματοποιούν ένα σαφέστερο ηχητικό προφίλ τους. Η διάθεσή τους πάντως παραμένει σαφώς διερευνητική, προς άγραν προσωπικού ήχου – ενίοτε παρεισφρείουν death και black στοιχεία (εμφανή όχι μόνο στο πρώτο επίπεδο των περιστασιακών growls του Γιώργου Γεραμάνη), ενώ στο Climbing τους προέκυψε μέχρι και heavy/stoner rock, το οποίο ομολογώ πως με τον δικό τους τρόπο τους βγαίνει εξαιρετικά. Η πραγματικά πολύ όμορφη και ιδιαίτερη χειροποίητη συσκευασία του CD (διανέμεται από την μπάντα και από την Vault Relics) δίνει έναν μερακλίδικο τόνο στο εγχείρημα και ένα ακόμη κίνητρο απόκτησης του EP από τους ενδιαφερόμενους.
Kemerov - Kemerov EP (2015, self-released)
Μιλώντας για την νέα και δυναμική εταιρία διανομής Vault Relics (της οποίας τσεκάρετε τις αποκλειστικές split κυκλοφορίες σε 7” μερικών από τα καλύτερα ελληνικά συγκροτήματα των ημερών μας), ο άνθρωπος πίσω από αυτήν βρίσκεται και πίσω από το μικρόφωνο των Σερραίων Kemerov, το πρώτο ΕΡ των οποίων μπορείτε να βρείτε για name-your-price κατέβασμα στη σελίδα τους στο Bandcamp. Αργήσαμε λίγο (σχεδόν ένα χρόνο…) να το παρουσιάσουμε, οπότε μπορεί και να προλαβαίνατε προς αγορά την φυσική έκδοση του ΕΡ, αλλά ίσως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να τους γνωρίσετε καθώς ήδη ηχογραφείται το πρώτο ολοκληρωμένο τους άλμπουμ. Αυτοπροσδιορίζονται ως death ‘n’ roll, κάτι που θα ακούσετε και στις παλαιότερες μπάντες του Matt, περισσότερο στους παλαιότερους (και θρυλικούς για το ελληνικό underground, όχι μόνο γιατί από εκείνους ξεπήδησαν οι National Pornografik) Sicks Daze και λιγότερο τους πιο πρόσφατους Lifestock. Οι μυημένοι αναγνώστες οσμίζονται ήδη τους Entombed στον ήχο των Kemerov χωρίς να έχουν ακούσει νότα του ΕΡ! Αναπόφευκτη η επιρροή των πατέρων του είδους, αλλά οι Kemerov γνωρίζουν καλά το rock ‘n’ roll στη γενική μορφή του και αφήνουν να περάσουν κάποιες μελωδικές επιρροές από Social Distortion, στο πιο μεταλλικό βέβαια (ακούστε σχετικώς το Back Patters που παίξαμε και στην εκπομπή μας κάποια στιγμή). Δυνατή “γεμάτη” παραγωγή και αρκούντως ογκώδης, ιδανικός ήχος για να ακούσετε δυνατά και να σας συνοδεύσει σε ακατάσχετη μπυροποσία, καθώς το κέφι ξεχειλίζει (σαν αφρός μπύρας…) από τα κομμάτια. Το ΕΡ έχει δυστυχώς τόσο μικρή διάρκεια που φτάνει μονάχα για τα πρώτα ποτήρια, έτσι περιμένουμε το ολοκληρωμένο άλμπουμ που λέγαμε και παραπάνω. Μιας και βρισκόμαστε εδώ και τα λέμε, ακούστε ως συμπλήρωμα την μαγκιόρικη διασκευή τους στο Bomber των Motorhead, που βρίσκεται σε σχετικό tribute album του ελληνικού Metal Hammer.
Sarissa - Nemesis (2016, Rock Of Angels Records)
Κλείνουμε τη σημερινή μας στήλη με τους αρχαιότερους της πεντάδας. Ώρα για λίγη μεταλλική ιστορία: Οι Μακεδόνες Sarissa είχαν κυκλοφορήσει ένα θρυλικό demo το 1987 (ηχογραφημένο στη Γερμανία, παρακαλώ - ξαναδιαβάστε τη χρονολογία για να συνειδητοποιήσετε το επίτευγμα) που είχε κάνει τεράστια αίσθηση στους underground κύκλους της εποχής και (για να μην μακρηγορούμε) θεωρείται ακόμη και σήμερα ένα από τα κορυφαία demo όλων των εποχών για τη μικρή μας χώρα. Power metal πρώτης κατηγορίας απαραίτητος για τους οπαδούς του ήχου! Εξαιτίας και των παθογενειών της εποχής, ο χρόνος δεν στάθηκε στο πλευρό των Θεσσαλονικέων, έτσι ο πρώτος ομώνυμος δίσκος τους κυκλοφόρησε 7 χρόνια μετά (με άλλο πλέον τραγουδιστή) και ο δεύτερος το 2004! Ο μόνος που διαχρονικά απομένει από τις πρώτες μέρες της μπάντας, ο μπασίστας (και ενίοτε κιθαρίστας) Δημήτρης Σελαλμαζίδης, έχει στο πλάι του από το 2012 τον τραγουδιστή Γιώργο Χατζησυμεωνίδη, τη φωνή δηλαδή του demo (χειροκρότημα εδώ για την επανεμφάνιση αυτή), και μαζί έφτιαξαν το τρίτο άλμπουμ των Sarissa. Τι μπορεί να προσφέρει μία metal μπάντα από το μακρινό (για τα δεδομένα του ήχου) παρελθόν στον ακροατή που ακολουθεί το είδος σήμερα; Αρχικά, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο λόγω της ηλικίας των βασικών συμμετεχόντων, οι Sarissa φέρνουν μαζί τους, απόρροια ίσως της μακράς δισκογραφικής αποχής, μία αναπάντεχη φρεσκάδα στις συνθέσεις τους, που μου θύμισε την περίπτωση των Riot και του Immortal Soul, ουσιαστικά τελευταίου τους δίσκου (διότι μετά απεβίωσε ο Mark Reale και μετονομάστηκαν σε Riot V). Δεύτερον, γνωρίζεις πως έχεις ένα απέραντο οπλοστάσιο ιδεών, όταν κάποιες από τις αναφορές σου πατάνε στην ελληνική παράδοση, πρακτική που εφαρμόζουν έτσι κι αλλιώς σε όλη τη δισκογραφία τους. Η εισαγωγή αυτών των στοιχείων γίνεται κεκαλυμμένα και είναι τόσο ομοιογενώς ενταγμένα στα κομμάτια που σχεδόν δεν τα αντιλαμβάνεσαι. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα για να ακούσετε σχετικά προτείνω το Sacrifice και κυρίως το υπέροχο κλασικοροκάδικο slow Coming Home. Τρίτον, χρειαζόμαστε στο σύγχρονο metal κι άλλους τραγουδιστές όπως ο Χατζησυμεωνίδης: με κλασική metal παιδεία (βλεπε, κλασικά και κατά βάση, Dio), και κυρίως, όχι αποστειρωμένα τέλεια ερμηνεία, άρα πιο “αναλογική”, πιο ζεστή, πιο ανθρώπινη, έστω και με περιορισμούς (άνθρωποι είμεθα άλλωστε). Στα υπόλοιπα, οι κιθάρες “κεντάνε” μελωδικά riffs ακόμη και στα σόλο (δείγμα ‘70s καταβολών), ο ήχος είναι γεμάτος, “ανθρώπινος” (χάρη και στο πρωταγωνιστικό - όχι όμως α λα Steve Harris - μπάσο του Σελαλμαζίδη) και ανανεωμένος (ίσως μία ιδέα περισσότερο από όσο έχουμε συνηθίσει να ακούμε σε “αναλογικού” ύφους τραγούδια), οι προθέσεις είναι αγνές και τίμιες (άλλωστε πόσο προσοδοφόρα μπορεί να είναι μια καριέρα που επανεκκινεί κάθε σχεδόν 10 χρόνια;) και το feeling αναλλοίωτο. Αν ψάχνετε έντονους νεωτερισμούς, οι Sarissa του 2016 δεν απευθύνονται σε εσάς. Αν το καλό παραδοσιακό heavy metal με μία γενναία δόση επικού τόνου σας έχει λείψει, ίσως το Nemesis αποτελέσει την πλέον κατάλληλη προσθήκη στη δισκοθήκη σας.