Ένα περίπου χρόνο μετά την θριαμβευτική εμφάνιση των V.I.C. στο Fuzz ήρθε η σειρά για μια μεγάλη συναυλία τους σε ανοιχτό χώρο. Το πανηγύρι στήθηκε στην φιλόξενη αυλή της Τεχνόπολης και αυτό που επακολούθησε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια βραδιά που θα χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη των 6.000 συμμετεχόντων!
Πρώτοι στη σκηνή ανέβηκαν οι θρυλικοί Vavoura Band, το ιστορικό σχήμα του Τζόνι Βαβούρα (οι συστάσεις, νομίζω, περιττεύουν), του σπουδαίου τεχνίτη της κιθάρας Γιάννη Δρόλαπα (τον οποίο είχαμε την χαρά να απολαύσουμε και στις ανεπανάληπτες ανοιξιάτικες συναυλίες των Μουσικών Ταξιαρχιών, των οποίων αποτελεί βασικό μέλος) και του νεότερου Θωμά Ανδρέου στα τύμπανα. 40 σχεδόν χρόνια μετράνε πίσω τους οι Vavoura (όχι δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, το συγκρότημα είναι ενεργό από το 1976-77), με μια πορεία ιδιαίτερη και μοναδική, δυστυχώς όμως με αναγνώριση αντιστρόφως ανάλογη της αξίας τους. Γεγονός εξηγήσιμο αν σκεφτούμε ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουν κυκλοφορήσει κανένα studio album. Η δισκογραφία τους περιλαμβάνει μοναχά ένα single (All Alone - Vana G. Vana - (I Ain't) The Junkie) από το μακρινό 1980, ένα live album (Live-The Early Days, 2003) και μια συλλογή με συνθέσεις από τα πολλά soundtrack που έχουν υπογράψει (Τώρα Το Λένε Ethnic, 2003).
Όσοι δεν είχαν παρακολουθήσει την διαδρομή των Vavoura (σημαντική παράλειψη) και ανέμεναν κάτι το αλέγρο από την εμφάνιση τους, ίσως κάτι κοντινό στο άλλο γκρουπ του Βαβούρα (Johnny Vavouras and the Cadillacs) προφανώς θα πιάστηκαν εξ’ απήνης. Η μουσική των Vavoura Band δεν απευθύνεται σε ευαίσθητα αυτιά (πώς θα μπορούσε άλλωστε ένα συγκρότημα που πήρε το όνομα του από το φασαριόζικο παίξιμο του…). Το μουσικό τους σύμπαν περιλαμβάνει ζόρικο heavy rock μπασταρδεμένο με παραδοσιακά χρώματα και ανατολίτικους δρόμους. Στη συγκεκριμένη συναυλία επέλεξαν να παρουσιάσουν κυρίως παλιότερες ορχηστρικές συνθέσεις, που συνδέονταν με τη μουσική μας παράδοση, στο κλίμα βεβαίως της βραδιάς. Πολύ σωστά ο Βαβούρας ανέφερε ότι δεν ήταν οι πρώτοι που προσέγγισαν τα παραδοσιακά ακούσματα, προηγήθηκαν οι τιτάνες Aphrodite’s Child και Socrates και τώρα είναι οι σειρά των V.I.C., τονίζοντας έτσι την συνέχεια που υπάρχει στο ελληνικό ηλεκτρικό τραγούδι (αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε το μάλλον άχαρο όρο «ελληνικό ροκ») αλλά και το βάρος που έχει πέσει στην πλάτες των τελευταίων. Κάποια στιγμή επίσης υποσχέθηκε την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της ηχογράφησης και, αν κρίνουμε από ένα δείγμα που ακούσαμε (εξόχως δυναμικό, στα όρια του μέταλ), δεν έχουμε παρά να αναμένουμε με ανυπομονησία.
Εν ολίγοις, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ταιριαστή επιλογή για άνοιγμα του live της Τεχνόπολης από τους Vavoura Band, οι οποίοι σε ένα μισάωρο έδωσαν ψήγματα της καλλιτεχνικής ποιότητας τους και παράλληλα ήρθαν σε επαφή με νεαρόκοσμο που πιθανώς να αγνοούσε την ύπαρξη τους. Πολλά μπράβο αξίζουν σε αυτόν που είχε την ιδέα!
Την σειρά τους πήραν στην σκηνή οι Πλειάδες, ένα φωνητικό σύνολο που στην συγκεκριμένη “μετενσάρκωση” αποτελούνταν από ένα «μπουκέτο» εννέα κοριτσιών και τις φωνές τους ως βασικά όργανα. Αποδείχτηκε πραγματικά σοφή η επιλογή να τραγουδήσουν αμέσως πριν τους V.I.C., σε αντίθεση με τη σειρά της αφίσας της συναυλίας. Όχι ότι η Vavoura Band δεν τα κατάφερε άψογα, τα διαβάσατε άλλωστε μόλις παραπάνω. Αν όμως βλέπατε το αντίκτυπο που είχαν στο κοινό οι Πλειάδες, δεν θα είχατε καμία αμφιβολία πως όποιος είχε την συγκεκριμένη έμπνευση θα έκανε self high-five στα παρασκήνια. Οι Πλειάδες (που χάριν του ανοίγματος που κάνουν σε διαφορετικές μορφές μουσικής έκφρασης, έχουν συνεργαστεί ακόμη και με τους Rotting Christ σε ολόκληρο το Aealo!) συγκλόνισαν ένα κοινό που φυσικά δεν είχε έρθει για εκείνες, αλλά αναγνώρισε, εντυπωσιάστηκε και μαγεύτηκε από την καθαρότητα της άποψής τους. Ποια άλλη ένδειξη χρειάζεται ώστε να επιβεβαιωθεί για ακόμη μία φορά πως τα ποιοτικά και ιδιαίτερα εγχειρήματα, ειδικά αν μιλάμε για μουσική, ξεχωρίζουν και εκτιμώνται αναλόγως, ανεξαρτήτως της όποιας εμπορικής επιτυχίας, αρκεί να ανιχνευθούν από ώτα ευήκοα; Για την ιστορία, τα κορίτσια ερμήνευσαν με περισσή αυτοπεποίθηση τραγούδια από διάφορα μέρη της Ελλάδας (φυσικά και από την τιμώμενη εκείνη τη μέρα Ήπειρο), την Κύπρο και την Ιταλία.
Η ώρα για τους Villagers Of Ioannina City δεν άργησε να έρθει. Προσέλκυσαν νεανικό κοινό κάθε ηλικίας - χαρακτηριστικές οι πρώτες σειρές, με τη νεολαία των 18άρηδων να συνωστίζεται μαζί με 35άρηδες - που τους περίμενε υπομονετικά. Ο Αλέξης (φωνή, κιθάρα) πιθανότατα αδυνατεί ακόμη να συνειδητοποιήσει πόση ένταση μπορούσε να βγει από 6 χιλιάδες στόματα μόνο και μόνο με την είσοδό του στην σκηνή και τις πρώτες του κουβέντες προς το κοινό. Με μάλλον προφανή αλλά έξυπνη δόμηση του προγράμματος και αναπόφευκτα λίγες διαφορές από το set που είχαν επιλέξει στο Fuzz, οι V.I.C. πέρασαν από όλο το φάσμα που χαρακτηρίζει το δίσκο τους. Ξεκινώντας από μακροσκελείς ψυχεδέλειες (Κάλεσμα, Echoes, Skaros, Tabourla), αρκούσε ένα άρπισμα της κιθάρας και ο ήχος του κλαρίνου για να ανάψουν τα αίματα. Φωνητικές συμμετοχές είχαμε από τον Χρήστο Τζιτζιμίκα, που άφησε για λίγο τα πανηγύρια για να ερμηνεύσει τα παραδοσιακά Ξεχωρίσματα, καθώς και από τον Γιάννη Μήτση στην ρομαντική Chalasia.
Κακά τα ψέματα, βέβαια: η διονυσιακή φιγούρα του Κωνσταντή Πιστιόλη (ο οποίος βέβαια δεν βρίσκεται εδώ και μήνες στην μπάντα) έλειψε από την εικόνα της μπάντας στην σκηνή - και από κάποια ελλιπώς ενημερωμένα κοριτσόπουλα που είχαν στηθεί από τη μεριά του περιμένοντας να τον δουν. Δεν ακουγόταν, φυσικά, κάποια έλλειψη στον ήχο της μπάντας, ειδικά σε όσους τους έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Νίκος Αγγούσης, έμπειρος μουσικός με θητεία στα λαϊκά πανηγύρια και όχι μόνο, έμοιαζε σφιγμένος και αγχωμένος στην αρχή και απελευθερωνόταν όσο περνούσε η ώρα.
Χρειαζόταν ένα σόλο κλαρίνο για να ανάψουν τα πρώτα καπνογόνα: το Zvara με τη συμμετοχή των Πλειάδων έφερε μεγάλη αναστάτωση στο κοινό που τραγουδούσε στίχους όπως “πάρτε τα όλα ζβάρα, κάψτε τα βρε” με όση δύναμη διέθετε και με τα χέρια σηκωμένα στον αέρα. Οι εννέα γυναικείες φωνές τραγουδούσαν πότε σαν Σειρήνες, πότε σαν Μαινάδες και πλημμύριζαν το ακουστικό πεδίο του ακροατή της συναυλίας. Στο Ti Kako οι V.I.C. έδειξαν πως πρόσεχαν πολύ καλά στο μάθημα των Kyuss, των Tool, αλλά κυρίως των Socrates, του Γιάννη Σπάθα και του Γιάννη Δρολάπα. Το κοινό βέβαια περίμενε το πανηγύρι προς το τέλος: Krasi με guest συμμετοχή του παλιού τους συνεργάτη Γιάννη Χαλδούπη στο κλαρίνο, ενός ξεσηκωτικού rock star με πανηγυριώτικη περιβολή, το οποίο βέβαια, αντίθετα με όσα είπε ο Αλέξης, δεν παίχτηκε πρώτη φορά μαζί του - St. Triad το medley που συνήθως ολοκληρώνει το κανονικό σετ τους, αυτή τη φορά όμως τα Karakolia που ζητώνται πάντα επισημοποιήθηκαν ως κλείσιμο, με μπαγλαμάδες και μπουζούκια να δίνουν τον τόνο στο κοινό να ξελαρυγγιαστεί. Φυσικά και κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του όταν έφυγαν οι V.I.C. από την σκηνή, αλλά ελλείψει κάποιου έξτρα κομματιού, ξανακούσαμε το Zvara και πάλι με πλήρη σύνθεση και ξεσηκωθήκαμε - κυριολεκτικά, καθώς πριν το εισαγωγικό σόλο κλαρίνο ο Αλέξης μας πρότεινε να καθίσουμε για να απολαύσουμε.
Αναλογιστείτε την πορεία ενός συγκροτήματος που κατεβαίνει από τα γραφικά Γιάννενα στην σκληρή πρωτεύουσα για συναυλία και συνειδητοποιεί πως περίπου 6 χιλιάδες ενθουσιώδη άτομα το περιμένουν να βγει στην σκηνή. Σκεφτείτε πως η πρώτη τους επίσημη εμφάνιση στην Αθήνα έγινε σε ένα μικρό φεστιβάλ στο Κύτταρο μεταξύ συγγενών και φίλων, δύο χρόνια πριν κυκλοφορήσει το παρθενικό τους άλμπουμ, με τον Γιάννη Χαλδούπη στο κλαρίνο και αναλογιστείτε το τεράστιο μέγεθος της επιτυχίας τους, ώστε να κάνουν έκτοτε τέσσερα απανωτά sold-out ως headliners σε όλο και μεγαλύτερους χώρους. Το πιο σημαντικό: με μοναδική αιτία, αρχή και αφορμή τη μουσική τους και τον τρόπο που μεταχειρίζονται την παράδοση. Όλα τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους. Ήταν ανεξάρτητοι και τους πρόσεξαν όλοι. Δεν πουλάνε επανάσταση, αν και θα μπορούσαν να το έχουν σημαία. Ούτε καμάρι για την εντοπιότητά τους - αυτό φαίνεται από τις επιλογές τους και δεν χρειάζεται να τονιστεί ακόμη περισσότερο. Πλέον και ο τελευταίος παρευρισκόμενος στα live τους έχει καταλάβει πως ειδικά εκεί είναι εξαιρετικοί. Κάθε λέξη που είχαμε γράψει στο album review του Riza, ισχύει ακόμη - προς χαρά και ικανοποίησή μας. Σε κάθε εμφάνισή τους στην πρωτεύουσα, ο πήχης ανεβαίνει συνεχώς και μόνο ο χρόνος θα μας δείξει πού θα καταλήξει αυτή η ανοδική πορεία. Περιμένουμε το επόμενο βήμα τους με ειλικρινή αγωνία.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος – Μιχάλης Κουρής / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής