Πιο πολύ παρουσίαση της μπάντας και του δίσκου της παρά live review προέκυψε αυτό το κείμενο. Οι νέες μπάντες με διακριτική παρουσία αλλά ισχυρό προσωπικό στίγμα προκαλούν μάλλον αυτήν την αντιμετώπιση στην πρώτη τους ουσιαστική επαφή με ένα ευρύτερο κοινό. Και με τη δεύτερη παρουσίαση που κάνω τελευταία σε συγκρότημα από τα Ιωάννινα, περιμένω πονηρεμένος την στιγμή που θα μου αποδοθούν “κατηγορίες” για μεροληψία λόγω Ηπειρώτικης εντοπιότητας (οι οποίες βέβαια δεν θα ευσταθούν αφού δηλώνω, λόγω καταγωγής εδώ και αρκετές γενεές, νησιώτης). Όμως σαν να πήραν μπρος τα συγκροτήματα της όμορφης παραλίμνιας πόλης και παρουσιάζουν υλικό αξιώσεων που απευθύνεται σε λιγότερο εξειδικευμένους αποδέκτες. Μετά λοιπόν τους V.I.C. που πλέον τους γνωρίζει μία μεγάλη μάζα ακροατών, κατέβηκαν στην Αθήνα (για συναυλίες πάντα) και οι συντοπίτες Στιχόβολη. Όταν πρωτάκουσα το όνομά τους, να μην πω ψέματα, “φοβήθηκα” πως πρόκειται για άλλο ένα hip hop συγκρότημα που χρησιμοποιεί λογοπαίγνιο για τον τίτλο του (κατά αντιστοιχία π.χ. με τους Στίχοιμα). Ευτυχώς δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η μουσική τους, σύγχρονη στη βάση της, απηχεί την ελληνική παράδοση, με έμφαση φυσικά στις μουσικές του τόπου τους. Όπου “σύγχρονη” βέβαια μην βάλετε στο νου σας κάτι ολοκληρωτικά καινοτόμο. Η πολυπληθής νεανική παρέα πατάει στο έντεχνο, το παραδοσιακό και το rock (με μία metal εσάνς, του οποίου δεν μπορεί να κρυφτεί πως είναι παιδιόθεν οπαδοί) με την έννοια που το άγγιξαν οι Socrates, ο Νίκος Ζιώγαλας και φυσικά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ειδικά της εποχής Λαϊκεδέλικα.
Το Kookoo δεν γέμισε - αναμενόμενο για μία συναυλία όχι τόσο γνωστής μπάντας, αλλά και ειδικά σε μία από τις πρώτες βραδιές που έβρεξε στην πρωτεύουσα. Η μπάντα που ξεκίνησε τη βραδιά είχε μόνο μερική σχέση με τους Στιχόβολη - περισσότερο ως προς τις φιλικές και συνεργατικές σχέσεις που διατηρούν και λιγότερο ως προς το ύφος: πολλές διασκευές σε έντεχνα, ρεμπέτικα και λαϊκά κομμάτια από τις γνωστές και αναμενόμενες πηγές (ενδεικτικά Θ. Παπακωνσταντίνου, Χαϊνηδες, Πασχαλίδης, Βαμβακάρης) και δύο κομμάτια που άνηκαν στον frontman της παρέας ήταν το μενού που προσέφερε το ακουστικό κουιντέτο γύρω από τον Απόστολο Μωραϊτη. Χύμα ή αυθόρμητο παίξιμο, πείτε το όπως σας ταιριάζει, αλλά τα λαθάκια υπήρχαν και ήταν αισθητά, δίνοντας την εντύπωση μιας σχετικά απροβάριστης ομάδας σε ένα σετ που μάλλον κράτησε λίγο παραπάνω από όσο θα ήταν αποδεκτό για support σχήμα σε αυτό το επίπεδο. Το θετικό είναι πως το ίδιο το σχήμα δεν διεκδίκησε σε κανένα σημείο την έννοια της “κανονικής” μπάντας, αλλά έμοιαζε - και πιθανότατα ήταν - με μία έκτακτη μάζωξη μουσικών ειδικά για τις ανάγκες της εμφάνισης αυτής.
Όταν οι Στιχόβολη ανέβηκαν στην σκηνή του Kookoo, ήταν φανερό πως οι κινήσεις τους θα ήταν περιορισμένες: μία μικρή σκηνή δύσκολα θα στέγαζε επτά άτομα, εκ των οποίων δύο τραγουδιστές, ένας μπασίστας, ένας ντράμερ, ένας synth player, ένας αεικίνητος κιθαρίστας και ένας έγχορδος/κρουστός/πολυεργαλείο που έπρεπε να στοιβάξει τα όργανά του σε μία εύλογη απόσταση από τον χώρο ευθύνης του. Στόχος των παιδιών ήταν η παρουσίαση του ομώνυμου πρώτου CD τους που μόλις είχε κυκλοφορήσει στο αθηναϊκό κοινό, στην πρώτη τους φορά σε σκηνή της πρωτεύουσας. Οι περισσότερες από αυτές τις συναυλίες γίνονται κατά κανόνα μεταξύ συγγενών και φίλων - αλλά μήπως και οι V.I.C. π.χ. μάζεψαν πολλούς “εξωσχολικούς” την πρώτη φορά που εμφανίστηκαν στην Αθήνα;
Κάπου εδώ να ανοίξω μία παρένθεση για να τονίσω την αστοχία της όποιας άμεσης σύγκρισης των Στιχόβολη με τους δημοφιλείς συντοπίτες τους. Αρκεί να ακούσετε το CD - ή φυσικά να τους δείτε live - για να διαπιστώσετε πως οι Στιχόβολη, παρότι και αυτοί αγαπούν και επιθυμούν τη σύνδεση της rock με την ελληνική παραδοσιακή μουσική, κάνουν διαφορετικές υποθέσεις εργασίας και απευθύνονται σε άλλο κοινό. Η ηλικία τους - οι περισσότεροι μουσικοί τους δεν πρέπει να έχουν κλείσει τα 30 - και τα ακούσματα των βασικών συνθετών τούς “νομιμοποιούν” την rock υφή στις ακουστικές συνθέσεις τους ή, ανάποδα, την παραδοσιακή υφή στα rock κομμάτια τους. Αυτό σημαίνει πως ένας rocker και ένας “έντεχνος” έχουν ισοδύναμες πιθανότητες να βρουν στοιχεία που να τους “αρπάξουν”. Οπωσδήποτε πάντως, τα περιθώρια εξάσκησης και βελτίωσης του ύφους τους είναι μεγάλα και η πορεία τους από εδώ και πέρα εξαρτάται, από το βαθμό πάντα που μπορούν να ελέγξουν πιο αστάθμητους παράγοντες και από τη δουλειά που προτίθενται να ρίξουν πάνω στη μουσική τους.
Στόχος λοιπόν, για να επανέλθουμε, των Γιαννιωτών ήταν να φέρουν τη μουσική τους στα αυτιά των Αθηναίων, να γνωριστούν με τους εδώ φίλους τους και να κάνουν καινούριους παρουσιάζοντας το πρώτο αυτό CD τους, μία προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση ολιγοσέλιδου βιβλίου με στίχους και συνοδευτικά σκίτσα που αξίζει να προμηθευτεί όποιος αναπτύσσει μία συμπάθεια για την μπάντα. Η αγορά ενός CD δεν κάνει τις σύγχρονες μπάντες ή τις εταιρίες τους να κολυμπούν σε πακτωλούς ευρώ - στην καλύτερη περίπτωση καλύπτει κάποια λειτουργικά έξοδα, αλλά κατά κανόνα οι μπάντες “μπαίνουν μέσα” από την παραγωγή του πρώτου τους δίσκου διότι κύριο μέλημά τους είναι η απελευθερώση της μουσικής προς το ενδιαφερόμενο κοινό.
Ζωντανά η μπάντα φάνηκε να έχει εμπιστοσύνη στις συνθέσεις της. Καλοπροβαρισμένοι, κεφάτοι και με επαρκή αυτοπεποίθηση στις κινήσεις τους, ξεπέρασαν κάποια τεχνικά προβλήματα που φανερά τους άγχωσαν και μέσα σε κάτι παραπάνω μία ώρα άφησαν ξεκάθαρο το στίγμα τους, ακολούθησαν το πνεύμα του δίσκου κρατώντας ισορροπίες ανάμεσα στο rock και το λαϊκό ηχόχρωμα και μη κλίνοντας εμφατικά προς ένα από τα δύο. Φυσικά ο ήχος τους είναι ακόμη προς διαμόρφωση και ομογενοποίηση και εννοείται πως, μιας και οι τεχνικές ικανότητες κάποιων μελών τους “φωνάζουν” από μακριά, τους παίρνει ακόμη να ρίξουν την απαιτούμενη δουλειά για πιο στιβαρές και περιπετειώδεις επόμενες συνθέσεις. Διότι προς το παρόν όλα βαίνουν καλώς και μελετημένα, μα το εύηχο αλλά πλέον όχι και τόσο καινοφανές εύρημα απαιτεί κάποιες θαρραλέες τομές για να ανέβει επίπεδο και να ξεχωρίσει διαχρονικά. Τουλάχιστον η μπάντα-παρέα, που μοιάζει πρώτη εκείνη να περνάει καλά επάνω στην σκηνή, αποτελεί συνήθως έναν οιωνό άριστο για τα μελλούμενα.
Οι δύο φωνές - που γίνονταν τρεις ενίοτε με τα hip hop φωνητικά του “πολυεργαλείου” Χρήστου Ζήνδρου που λέγαμε παραπάνω - έδιναν διαφορετικό τόνο στα κομμάτια: από τη μία η ζεστή φωνή του Κώστα Μπασδάνη, η οποία στο live επέδειξε μία ιδιαιτερότητα που δεν ακούγεται στο άλμπουμ, και από την άλλη η ψιλή φωνή της Χρυσαυγής Γιάμαρη με την κελαρυστή παραδοσιακή χροιά. Δεν φάνηκε η απουσία της δεύτερης γυναικείας φωνής των Στιχόβολη, αυτής της της Μαρίας Μανιφάβα που συμμετέχει και στο άλμπουμ, αλλά θα είχε ενδιαφέρον η αναμέτρηση των δύο θηλυκών ηχοχρωμάτων στη Βόλτα, κατά πως φαίνεται το πιο γνωστό τους κομμάτι. Το hit του δίσκου ίσως θα έπρεπε να γίνει η Φόνισσα Αράχνη, αφιερωμένη από σκηνής “στους φίλους μας τους μεταλλάδες” - και όντως το τραγούδι δεν θα ένιωθε άβολα αν περιλαμβανόταν στο πιο πρόσφατο άλμπουμ των Orphaned Land. Όμως στη συναυλία ξεχώρισαν περισσότερο η Βόλτα, ο Όρκος, η rock διασκευή στο παραδοσιακό μακεδονίτικο Γαλανή-Γαλαζιανή και το υπέροχο Ταξίδι Στα Ψηλά με φωνητικές γραμμές που παραπέμπουν σε γνώριμους ήχους από τραγούδια της Αρβανιτάκη, της Πρωτοψάλτη και της Βιτάλη των δεκαετιών 80s-90s ή κάτι ακόμη πιο συγκεκριμένο που δεν μπορώ να εντοπίσω. Οι διασκευές που ακούστηκαν (ο Διάφανος του Θανάση Παπακωνσταντίνου και η Γκαρσόνα του Πάνου Τούντα) δέχτηκαν ένα ελάχιστο fine-tuning για να συντονιστούν με το ύφος του συγκροτήματος και πρόσθεσαν ακόμη μερικά θραύσματα στο παζλ των επιρροών τους.
Βγήκαμε από το Kookoo έξω στο βροχερό Γκάζι με ευχάριστη διάθεση, το CD των Στιχόβολη στα χέρια ως αναμνηστικό της όμορφης βραδιάς και αρκετές φωτογραφίες για την κάλυψη της συναυλίας όπως την διαβάζετε. Μάλλον δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για το μέλλον της τοπικής σκηνής των Ιωαννίνων. Έχετε άλλους εκπροσώπους να μας προτείνετε;
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής