Είναι μερικές βραδιές που νιώθεις ότι σου φταίνε όλα. Την στιγμή που έμπαινα στο Tiki για να παρακολουθήσω το live του Dan Stuart, τραγουδιστή και κιθαρίστα των Green On Red, ένιωθα απίστευτα κουρασμένος. Υπήρχε και ο φόβος στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι οι Gang Of Four που έπαιζαν συγχρόνως στο Fuzz μπορεί να είναι πολύ καλοί (τα σχετικά σας τα αναφέρει έτερος συνάδελφος!), είναι λίγο και η ηλικία, ξέρετε τώρα πως είναι όταν όλα σου φταίνε χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, αν το είχα σκεφτει καλύτερα. Το προηγούμενο βράδυ είχα την ευκαιρία να μιλήσω για λίγη ώρα με τον Stuart περί ανέμων και υδάτων, για να διαπιστώσω ότι ο τύπος είναι απίστευτος. Η κανονική του συζήτηση είναι μία σειρά από βέβηλα σχόλια και ευφυείς αφορισμούς, ένας χιουμοριστικός, σαρκαστικός χείμαρος, ο οποίος εκφέρεται με τον πλέον φυσικό τρόπο. Αρκεί να πω ότι κάποια στιγμή, μιλώντας για πολιτικούς (δεν θυμάμαι καθόλου πως κατέληξε εκεί η συζήτηση, ειλικρινά), μου εξήγησε ότι δεν έχει γνωρίσει ποτέ πολιτικό (δεν ξέρεις τι χάνεις Dan!) αλλά τους φαντάζεται σαν τύπους που πρέπει να καταπιέζονται συνεχώς να είναι αρεστοί και αγαπητοί θέλουν δε θέλουν, κάπως σαν το John Lennon και τον Bob Marley! Τι πιθανότητα υπάρχει ένας τέτοιος τύπος να παίζει στο live του διεκπεραιωτικά, έχοντας μάλιστα μόλις κυκλοφορήσει έναν πραγματικά καλό δίσκο; Η κρυφή γοητεία της άνευ λόγου γκρίνιας κατανίκησε όμως την λογική.
Η γκρίνια κόπηκε “μαχαίρι” την ίδια στιγμή που μπήκα στον χώρο. Οι Dark Rags είχαν ήδη ανέβει στην σκηνή (δυστυχώς έχασα δύο κομμάτια) και ο ήχος του πόσο κλασικού – πόσο αξεπέραστου σχήματος "δύο κιθάρες, μπάσο, ντραμς, φωνητικά" με ξύπνησε μία και καλή - και να πόση σημασία έχει να υπάρχει ένα καλό support. Φυσικά οι Dark Rags έχουν την ικανότητα και αξίζουν πολλά παραπάνω από το να είναι απλώς ένα καλό support. Η εμφάνισή τους αποδεικνύει αυτό που όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ πλέον γνωρίζουμε, ότι δηλαδή στα live τους είναι πλέον σταθερότατα καλoί, ακόμα και σε περιπτώσεις σαν και αυτή, που αναγκάζονται να παίξουν πολύ νωρίς και άρα για λιγοστό κόσμο. Λεπτομέρειες όλα αυτά, καθώς τα κομμάτια του set παίχτηκαν με το απαραίτητο νεύρο, ταχύτητα, τσαμπουκά και τα συναφή χρεώδη για το rock’n’roll, τα οποία είναι όλο και πιο δυσεύρετα στις μέρες μας (πάλι γκρινιάζω, συγγνώμη!). Αξίζει να σημειωθεί ότι αργότερα ο Dan Stuart αναφέρθηκε από σκηνής δύο φορές κολακευτικά για αυτούς, κάτι όχι τυχαίο.
Από το set που ακούσαμε, μου άρεσε πολύ το Walk Away (από τον πρώτο, φερώνυμο δίσκο τους), το Misery’s My Name από το περσινό Paranoia Blues αλλά και το τελείωμα με το Bad Juju Blues (φοβερό κομμάτι στο ύφος των Nomads) και το Μidnight Ride, παιγμένα με το γκάζι στο τέρμα. Όμως, να το ξαναπώ, αυτά είναι λεπτομέρειες: οι Dark Rags συνδυάζουν φοβερά τον ήχο των Droogs και των Gun Club με τους Jet Blackberries και τους Social Distortion όσο λίγοι. Με λίγα λόγια, όλοι περάσαμε πολύ ωραία μαζί τους και είμασταν έτοιμοι για το κυρίως πιάτο.
Φυσικά πριν το κυρίως πιάτο υπήρχε ο Αργεντίνος, κάτοικος Η.Π.Α. από παιδί (παράνομος μετανάστης σε ηλικία τεσσάρων, για να γλιτώσουν οι γονείς του τις σφαγές της χούντας, όπως μας είπε) Fernando Viciconte. Ο Fernando έχει αυτή την στιγμή ένα πολύ καλό δίσκο στις αποσκευές του, το Leave The Radio On (2015), καρπό της συνεργασίας του, μεταξύ πολλών άλλων, με τον Peter Buck και τον Scott McCaughey (για τον πρώτο οι συστάσεις περιττεύουν, όσο για τον δεύτερο, υπήρξε και αυτός άτυπο αλλά σταθερό μέλος των R.E.M. επί πολλά έτη, αλλά και συνεργάτης του Buck σε σειρά projects όπως οι Minus 5, ενώ η άλλη του μπάντα, οι Young Fresh Fellows είναι αντίστοιχα αξιόλογη).
Ο Dan Stuart ανέβηκε μαζί του στην σκηνή και, μιλώντας πάρα πολύ αργά και καθαρά (σε βαθμό παράδοξο) μας εξήγησε ότι πρόκειται να δούμε το Marlow Billings Roadshow (Marlow Billings είναι η περσόνα που έχει υιοθετήσει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του The Deliverance Οf Marlowe Billings), μία μουσική βαριετέ (!). Μας εξηγησε ότι θα παίξουν χωρίς διακοπή, πρώτα ο Fernando μόνος, μετά ο Fernando με τον Antonio Gramentieri, κιθαρίστα των Ιταλών Sacri Cuori, ενώ μετά θα ανέβει ο ίδιος ο Stuart στην σκηνή μαζί με τον Gramentieri και τον ντράμερ των Ιταλών Diego Sapignoli, ενώ ο Fernando θα τους ξανάβρισκε προς το τέλος και όλα αυτά χωρίς encore, διότι το encore πρέπει να καταργηθεί από το rock’n’roll. Έτσι και έγινε.
Ο Fernando απεδείχθη εξαιρετικός, Συνεπικουρούμενος από το γεγονός ότι το κοινό, που στο μεταξύ είχε γεμίσει τον ισόγειο ώρο του Tiki παρέμεινε σιωπηλό, όπως ζήτησε ο Stuart, έπαιξε επτά (αν θυμάμαι καλά) κομμάτια, ένα εκ των οποίων αφιερώθηκε υπό τα χειροκροτήματα του κοινού στον φίλο του Andrew Loomis, ντράμερ των Dead Moon, που πέθανε προ ημερών τόσο πρόωρα. Η folk του Αργεντίνου (που βεβαίως είναι απόλυτα αμερικανικών προδιαγραφών) ήταν σε σημεία καθηλωτική. Μεστές μελωδίες, πολύ καλές συνθέσεις ποτισμένες όμως με μπόλικο rock’n’roll συναίσθημα, ακόμα καλύτερη, φορτισμένη η ερμηνεία του. Στα τελευταία δύο κομμάτια, όπως είχε προαναγγελθεί, τον συνόδεψε στην ηλεκτρική κιθάρα ο Antonio Gramentieri, για να διαπιστώσουμε ότι, εκτός από ιδιαίτερα συμπαθής τύπος, ο Ιταλός είναι κιθαρίστας πρώτης γραμμής (όσοι τον είχαν δει παλαιότερα στα μέρη μας με τον Hugo Race το γνώριζαν ήδη).
Η ώρα του Dan Stuart όμως είχε φτάσει. Ο απίθανός αυτός τύπος, με ύφος ημίτρελου ξεκίνησε λέγοντάς μας ότι μετά το πέρας του live θα ξανάρχιζε να μιλάει κανονικά και ότι η αργή, καθαρή προφορά του είναι η προφορά “αποχαιρετώ τον Fernando”, αφού από την επόμενη μέρα μετά από αρκετές εβδομάδες τουρνέ, θα χώριζαν οι δρόμοι τους. Και εκείνη ακριβώς την στιγμή κατάλαβα: Δυστυχώς δεν τους φτιάχνουν πια τους rock μουσικούς έτσι. Ο δύσκολος, πολύ δύσκολος αυτός τύπος, που έδειχνε ίσως πιο ηλικιωμένος από όσο είναι (είναι πάντως 55 ετών), είναι ένα από τα τελευταία δείγματα της συνομωταξίας rοck μουσικών, που σε λίγο θα τους βλέπουμε σε βιβλία ιστορίας (βλακείες! Ποιος θα γράψει για αυτούς;). Ναι, αυτοί οι παράξενοι τύποι που έπαιζαν rock’n’roll σαν να μην υπάρχει αύριο για πενταροδεκάρες, ακόμα και όταν, όπως ο Stuart, κατά λάθος κατόρθωναν να υπογράψουν με πολυεθνικές. Και αυτές τις πενταροδεκάρες τις ξόδεψαν σε καταχρήσεις ή κάθε άλλης λογής βλακεία. Κανένας ή σχεδόν κανένας πάντως δεν άφησε μία πεντάρα στην άκρη, που θα του επέτρεπε να πάψει να περιοδεύει και να ασχοληθεί, ξέρω ‘γώ, με τα κτήματά του, τα άλογά του, το χαρέμι του κλπ να γίνει δηλαδή σαν τον μέσο βετεράνο rock αστέρα – σεβάσμιος και χωρίς λόγο ύπαρξης (δε σας λέω ποιον είχα στο μυαλό μου, θα ακολουθήσουν διαμαρτυρίες και βαριέμαι…).
Επανέρχομαι στο θέμα, λέγοντας ότι δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσω να περιγράψω το τι ακολούθησε, γιατί όσοι δεν ήταν παρόντες πιθανότατα θα πουν ότι “τα φουσκώνω”. Όμως δεν φουσκώνω απολύτως τίποτα. Γιατί, ειλικρινά, αυτό που είδαμε ούτε το περίμενα, ούτε μπορούσα καν να το φανταστώ όταν έμπαινα στο Tiki. Ο Dan Stuart, με αυτό το χωρίς μπάσο και χωρίς πλήκτρα σχήμα κατόρθωσε να βγάλει έναν καταπληκτικό ήχο. Στα ακουστικά κομμάτια, americana θα τα χαρακτηρίζαμε (αλλά ό Dan μας είπε να πάψουμε να χρησιμοποιούμε τον χαρακτηρισμό, διότι είναι σκωτσέζικα και ιρλανδικά τραγούδια με μαύρες επιρροές, τίποτα το αμερικάνικο δεν έχουν, “πείτε τα folk, country, ή rock’n’roll όπως προτιμώ εγώ”), αυτό ήταν αναμενόμενο. Και ακούσαμε πολλά όμορφα κομμάτια σε αυτό το ύφος, όπως το κατάλληλα διασκευασμένο That’s What Dreams Are For των Green On Red και το Over My Shoulder από τον τελευταίο δίσκο του Stuart.
Η πραγματική αποκάλυψη όμως ήταν το πως αποδόθηκαν τα πιο δυνατά κομμάτια του set. Γιατί σε αυτά, το μιμιμαλιστικό αυτό line-up έδωσε ένα πιο σκληρό, πιο πρωτόλειο ήχο σε σύγκριση με τις πρωτότυπες, ιδιαίτερα αγαπητές στην πλειονότητά τους ηχογραφήσεις. Ίσως το ενθουσιωδώς δεκτό από το κοινό Sixteen Ways να χρειαζόταν πλήκτρα (είναι πραγματικά αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσης), όμως αυτή ήταν και η μόνη εξαίρεση. Λυπάμαι ειλικρινά οποιονδήποτε έχει έστω και μία φορά στην ζωή του αρθρώσει τις λέξεις “μου αρέσουν οι Green On Red”, που δεν άκουσε τις εκτελέσεις του No Man’s Land και του Fading Away. Δύσκολα περιγράφεται το πως ακούστηκαν αυτά τα όμορφα, ούτως ή άλλως, κομμάτια από τον Stuart και την παρέα του, γιατί σχεδόν απέκτησαν άλλη υπόσταση. Ήταν συγχρόνως ωμά, άμεσα, όσο και υποβλητικά και συγκινητικά. Ανεπανάλητη αίσθηση, η οποία όμως στην πραγματικότητα μας συνόδευσε όλη την διάρκεια του live του Stuart, δηλαδή για μιάμιση και πλέον ώρα, η οποία πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Στο ενδιάμεσο ακούσαμε, το επίσης εξαιρετικά εκτελεσμένο Rock & Roll Disease, το ξεκαρδιστικό Name Hog από το πρόσφατο Marlowe’s Revenge (με τον Stuart να παραληρεί a capella στα μισά βρίζοντας… τον εαυτό του!) την διασκευή του Vicious του Lou Reed (όχι κάτι το ιδιαίτερο, κατ’ εξαίρεση), αλλά και το Dead Flowers των Rolling Stones σε “στυλ Μάντσεστερ” (όπως μας είπε ο Stuart και όντως έτσι ήταν!), στυλ το οποίο, όπως μας ενημέρωσε, του αρέσει πολύ. Στο σημείο αυτό μας διηγήθηκε ότι έχει παίξει και στο Haçienda και μάλιστα γνώρισε και τους New Order, διότι “ο Cook, Hook, πως τον λένε, ήταν εκεί όταν οι Green On Red έπαιζαν, όπως και αυτός ο τύπος που πριν λίγο καιρό τον απέλυσε από τον γκρουπ” (σ.σ. ο Bernard Sumner!). Βασικά ο Stuart απέδειξε με τα όσα έλεγε μεταξύ των κομματιών, ότι έχει άνετα ό,τι χρειάζεται για να γίνει stand-up comedian έστω και τώρα. Aπλώς θα χρειαζόταν άλλος τόσος χώρος για να γράψω το τι έλεγε το στόμα του!
Η βραδιά τελείωσε με μία (ακόμη πιο) bluesy, αλλά φορτισμένη εκτέλεση του Hair Of The Dog και μία ακουσtική εκτέλεση του Time Ain’t Nothing, με το κοινό να σιγοτραγουδά με την μπάντα το ρεφραίν: «Time ain’t nothing when you’re young at heart and your soul still burns / I've seen rainy days, sunshine that never fades, all through the night». Το πλέον ταιριαστό τέλος για μία υπέροχη συναυλία που δεν θα ξεχάσουμε.
Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης / Φωτογραφίες: Διογένης Δαγδαλένης - Grayscale Lab photography