Στο κείμενο που διαβάζετε θα βρείτε πάνω από μία αναφορές στο παλαιότερο live review που είχα συντάξει για τη συναυλία του Sivert Hoyem σχεδόν δύο χρόνια πριν στην Αθήνα, ξανά σε μία εμφάνιση που δεν υπήρχε στον αρχικό προγραμματισμό εξαιτίας του sold-out της προγραμματισμένης ημέρας, αλλά και της ακύρωσης της εμφάνισής του στην Πάτρα - διαβάστε το παλιό κείμενο σχετικά για να μην καταβροχθίζετε περιττές λέξεις στο παρόν κείμενο). Το κείμενο έκλεινε ως εξής: "Αν και σε καμμία περίπτωση η τελική εντύπωση δεν αγγίζει αστρικά επίπεδα, κάθε συναυλία του Hoyem αφήνει μία γλυκιά και ευχάριστη επίγευση στο τέλος. Τόσο ευχάριστη, όσο απαιτείται, ώστε να μην αμφιταλαντεύεσαι αν θα βρίσκεσαι εκεί και την επόμενη φορά." Όσο αφορά τις φετινές εμφανίσεις του, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά και όχι προς την αρνητική πλευρά. Για να σας προετοιμάσω, την Κυριακή είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε μία από τις καλύτερες solo εμφανίσεις του αγαπημένου Νορβηγού στην Ελλάδα.
Τον τυπικά άχαρο ρόλο του support ανέλαβε, όπως και το 2014, ο Remi, κατά κόσμον Άγγελος Κυπριανός. Το δελτίο τύπου ανάφερε το όνομα του σχήματός του (Remi & The Road), οπότε η αρχική υπόθεση έδειχνε πως θα είχαμε μία full band εμφάνιση, άρα με περισσότερο μουσικό και οπτικό ενδιαφέρον από τη συνηθισμένη ακουστική σόλο εμφάνιση, τυπική περίπτωση για support στα live του Hoyem. Όμως η αναζήτηση στο χάος του Διαδικτύου υπέδειξε πως πλέον ο τραγουδοποιός χρησιμοποιεί αυτό το προσωνύμιο μόνιμα, έτσι η “σειρά” τηρήθηκε και φέτος. Πλέον ο Remi αποτελεί γνώριμη φιγούρα στους θαμώνες των συναυλιών του Hoyem, έτσι το άβολο κομμάτι της πρώτης γνωριμίας φαινόταν να είχε σχεδόν ξεπεραστεί. Ένας μουσικός, βέβαια, που έχει ως φυσικό περιβάλλον του το δρόμο δεν παρουσιάζει προβλήματα άγχους αποδοχής. Έτσι ο Remi έκανε πρόγραμμα μαζί με την κιθάρα του, ερμηνεύοντας δικά του κομμάτια (ξεχώρισε το I Wait For You) και αλλά και διασκευές (Jolene, I Put A Spell On You, Street Spirit) που βελτίωναν τη ροή του setlist του και “ξυπνούσαν” το ποσοστό του κοινού που παραδοσιακά αδιαφορεί για οποιονδήποτε βρίσκεται επί σκηνής πέραν του καλλιτέχνη που ήρθε να παρακολουθήσει. Βοήθησε βεβαίως και η δυναμική στεντόρεια φωνή του που επιμετάλλωνε τις ακουστικές μπαλάντες του. Θα επιμείνω, βέβαια, παρά το θετικό πρόσημο πως μία full band εμφάνιση θα παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τα παράπονά μου μάλλον θα πρέπει να απευθυνθούν στο δήμαρχο Sivert...
Έχουμε αναφερθεί σχετικά και στο προηγούμενο live review: η πορεία του Sivert Hoyem εκτός των Madrugada σε μουσικό επίπεδο δεν μπορεί να πλησιάσει το επίπεδο της κατά κανόνα μαγευτικής σύναξης των τεσσάρων (ενίοτε και περισσότερων) Νορβηγών. Όμως η αγάπη που τρέφει το - ελληνικό στην περίπτωσή μας - κοινό προς το πρόσωπό του δεν στερείται ερεισμάτων. Εννοείται πως οι τακτικοί των συναυλιών του δεν χρειάζονται τα λόγια μου για να επιβεβαιώσουν τι βιώνουν σε κάθε live του, αλλά νιώθω την ανάγκη να δώσω τη δική μου εικόνα για αυτό που βγάζει ο Sivert Hoyem όταν παίζει μπροστά στο ελληνικό κοινό, μιλώντας για την κυριακάτικη εμφάνισή του πιο συγκεκριμένα. Ενώ η όψη του φαίνεται να επιβεβαιώνει όλα τα στερεότυπα ψυχρότητας που έχουμε σχηματίσει για τους βόρειους λαούς, έχεις την αίσθηση πως, μέσω της ερμηνείας του, αφήνει ένα παράθυρο για να μπεις στην ψυχοσύνθεσή του και να συμμετέχεις στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων του. Παράλληλα, εμφανίζει ποιότητες που (ελπίζω και εύχομαι να) εκτιμά ο μέσος οπαδός: σεμνότητα, λιτότητα στην έκφραση εκτός των τραγουδιών, ευγένεια, γενικώς καμία ένδειξη τουπέ και αφ’ υψηλού αντιμετώπισης, σεβασμό προς το κοινό που τον ακολουθεί. Φυσικά οι περισσότεροι πιθανότερο να μένουν στη βαθιά συναισθηματική χροιά της φωνής του (που άλλωστε είναι και το πρώτο πράγμα που αγαπάς στην πρώτη επαφή μαζί του), σε κάποια τραγούδια που το ακόμη κραταιό ραδιόφωνο φροντίζει να μετατρέπει σε μαζικά χιτάκια, αλλά και στα “παλιά” από Madrugada. Όμως δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς πως ο Hoyem κινείται με συνέπεια και ευπρέπεια στο χώρο της μουσικής. Νομίζω πως αυτό εξαργυρώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σε κάθε sold out εμφάνισή του στα μέρη μας.
Θα περίμενε κανείς πως το πρόσφατο άλμπουμ του με τίτλο Lioness θα κατείχε τη μερίδα του λέοντος (pun intended) στο setlist, εντούτοις εκπροσωπήθηκε από μόλις 4 κομμάτια (5 αν υπολογίσουμε το Black & Gold που ανήκει στην ίδια περίοδο, βασικό θέμα της νορβηγικής σειράς “Okkupert”. Μάλιστα, παραλείφθηκαν κάποια από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ που βρίσκεται πιο κοντά στους Madrugada από τη σόλο δισκογραφία του - π.χ. το Fool To Your Crown ή το My Thieving Heart, που μάλλον λόγω του ντουέτου παρουσίαζε πρακτικά προβλήματα στην ζωντανή του απόδοση. Όμως προκρίθηκε το ομώνυμο του δίσκου και μάλιστα για επίσημη εκκίνηση της συναυλίας, το V-O-I-D, ένα ρυθμικό κομμάτι που ζωντανά έδειχνε ακόμη περισσότερο αυτόν τον χαρακτήρα του και το εντελώς Suicide-ικό The Boss Bosa Nova. Ξεχωριστά θα αναφέρουμε το Sleepwalking Man, με το οποίο έκλεισε το κανονικό σετ, πριν “εμείς κάνουμε πως φεύγουμε και εσείς μας ξανακαλέσετε πίσω”, όπως είπε ο Hoyem γράφοντας τον επίλογο πριν τα σημαντικά υστερόγραφα. Από τις αντιδράσεις του κοινού, φάνηκε πως το κομμάτι αυτό αρχίζει να δημιουργεί μια ιδιαίτερη σχέση με τους ακροατές του - δεν μπορώ να κρύψω πως επρόκειτο για το κομμάτι που ήθελα να ακούσω οπωσδήποτε αυτή τη φορά! Κάπου εδώ πρέπει να γραφτεί πως το κοινό έδειχνε περισσότερο να παρατηρεί τα τεκταινόμενα παρά να συμμετέχει σε αυτά, εκτός από τις μεμονωμένες περιπτώσεις που ήταν γνωστές εκ των προτέρων.
Από τις επιλογές της υπόλοιπης προσωπικής του δισκογραφίας, ξεχώρισαν τα τραγούδια της θάλασσας, Lost At Sea (η πρώτη φοβερή στιγμή του live) και Into The Sea, αλλά και το Give It A Whirl από το Long Slow Distance, κομμάτι που έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής ως ένα από τα πλέον αναμενόμενα της βραδιάς και εκτελέστηκε συγκλονιστικά από την μπάντα. Μία μπάντα που, με την ουσιαστικότατη προσθήκη του Βρετανού Robert MacVey στην lead κιθάρα, έδινε χαρακτήρα στις εκτελεσμένες συνθέσεις και, βοηθούμενη από τον σχεδόν κρυστάλλινο ήχο του ανερχόμενου Academy, πρόσφερε μία εμπειρία εξαιρετικής πιστότητας και ποιότητας. Φυσικά και δεν έλειψαν οι αγαπημένες στιγμές από Madrugada. όπως το What’s On Your Mind, το (προσωπικό αγαπημένο του Hoyem, όπως μας είπε και ο ίδιος) Honey Bee με το sing-along του κοινού στο δεύτερο μέρος και το Majesty σε μία οργασμική ηλεκτρική full band εκτέλεση που έφερε στο νου παλιές εποχές σε όσους τις είχαν ζήσει.
Όσο για το encore, εκεί πια θα επισφραγιζόταν πανηγυρικά η σχέση καλλιτέχνη και κοινού, με πλήθος crowdpleasers, αλλά και μία έκπληξη. Η διάθεση του καλλιτέχνη να διαφοροποιηθεί, να προσφέρει μία έξτρα ανάμνηση στο τυχερό κοινό του, μπορούν να καταστήσουν ένα live ξεχωριστό μέσα σε μία σειρά συναυλιών με προκαθορισμένο setlist. Στην περίπτωσή μας, η αφορμή δόθηκε, όπως από σκηνής μας διαβεβαίωσε ο Sivert, από μία αφίσα που είδε στην είσοδο του Piraeus 117 Academy. Μία από τις τόσες, θα συμπλήρωνα, που έχουν λάβει τη θέση τους για τα μελλοντικά events της Didi Music, αλλά αντί να διαλέξει να διασκευάσει π.χ. Megadeth, επέλεξε μία επιτυχία της Lana Del Rey, το Born To Die από το ντεμπούτο της, για να προσφέρει στο κυριακάτικο κοινό ως ανέλπιστο δωράκι. Αναμενόμενα, το “είχε” και το έκανε δικό του ταιριάζοντας τη χροιά του και την υπόλοιπη ενορχήστρωση σε μία πιο σκοτεινή έκδοση του κομματιού. Προηγήθηκε το Electric, κομμάτι από το παρελθόν που ταιριάζει με το ύφος του Hoyem στα προσωπικά του, ενώ ακολούθησε το The Kids Are On High Street, μόνιμο highlight των συναυλιών του σε όλες τις εποχές (και το 2014). Εκεί μάλιστα ο Hoyem άδραξε την ευκαιρία να βρεθεί πιο κοντά στο κοινό, κατεβαίνοντας στην μπαριέρα του photo pit και σπάζοντας για λίγο την καθιερωμένη απόσταση μουσικού και οπαδού. Το οριστικό κλείσιμο ήρθε με το ανεβαστικό Moon Landing, μέτριο κομμάτι μεν (ας τα λέμε κι αυτά), που όμως λόγω της ατμόσφαιρας και της αναγνωρισιμότητας ταίριαξε ως επίλογος μιας υπέροχης βραδιάς που οι παρόντες δικαιούνται να θυμούνται με χαρά στο παρόν και με νοσταλγία όταν ο χρόνος θα λειάνει τις γωνίες της όποιας κριτικής.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής (περισσότερες εδώ)