Το δεύτερο σκέλος (Howler Edition) του Smoke the Fuzz Fest ήρθε για να φέρει μια αίσθηση από φεστιβάλ τύπου Roadburn, σε όσους μουσικόφιλους δεν έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να παραβρεθούν σε κάποιο από τα μεγάλα φεστιβάλ της συγκεκριμένης σκηνής. Η πρώτη έκδοση του Smoke the Fuzz Fest που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο επικεντρωνόταν στον doom/ sludge ήχο, οπότε αναμενόμενα η δεύτερη εκδοχή του ήρθε να ικανοποιήσει τους φίλους του heavy rock και το έκανε με το καλύτερο τρόπο, συγκεντρώνοντας έξι πραγματικά σπουδαίες μπάντες σε ένα line up που πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού θα ζήλευαν!
YURI GAGARIN
Οι Σουηδοί κοσμοναύτες ανέλαβαν το δύσκολο έργο να πυροδοτήσουν την διάθεση της βραδιάς. Δίνοντας την αρχική, αλλά άκρως απαραίτητη ώθηση με το “Sonic Invasion 2910”, σήκωσαν στους ώμους τους το βάρος μας, με σκοπό να βρεθούμε εκτός στρατόσφαιρας. Με μόνο εμπόδιο την βαρυτική έλξη, και εν προκειμένω τον κακό ήχο που μοιραία ακολουθεί κάθε συγκρότημα στο εναρκτήριο τραγούδι, κατάφεραν μέσα σε λίγα μόλις λεπτά να χάσουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Η συνέχεια με τα “Cluster of Minds”, “Sea of Dust”, το ομότιτλου του περσινού “At the Center of All Infinity” και το “Za Kosmosom”, πέρασαν με μια απροσδιόριστη ταχύτητα στο χρόνο, αποδεικνύοντας την εγκυρότητα της σχετικότητας. Τίποτα όμως δεν γίνεται χωρίς σκοπό κι εδώ ο στόχος ήταν να φτάσουμε στο εξωπραγματικό “Oblivion”. Κάθε συγκρότημα κρατάει το καλύτερο για το τέλος, και οι Yuri Gagarin δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Έχοντας αφήσει πίσω τους την στατικότητα του αρχικού τους στησίματος, έδειχναν πως πραγματικά απολάμβαναν την παρουσία τους πάνω στη σκηνή. Γεμάτη εμφάνιση, από μια ανερχόμενη μπάντα, το hype της οποίας αποτυπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο στον χώρο του merchandise (το κόστος του οποίου ήταν απροσδόκητα υψηλό, σε σύγκριση ακόμα και με τις διαδικτυακές τιμές).
SIENA ROOT
Μετά τους Yuri Gagarin, ήρθε η σειρά για ένα ακόμα Σουηδικό σχήμα, τους Siena Root. Για όσους δεν το γνωρίζουν, οι Σουηδοί διαθέτουν εδώ και χρόνια μια φανταστική σκηνή στο χώρο του heavy rock και μαζί με τη Γερμανούς κυριαρχούν στην Ευρωπαϊκή σκηνή αυτού του μουσικού ρεύματος. Αυτή δεν ήταν η πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας, άλλωστε έχουν δημιουργήσει από καιρό ένα (μικρό έστω) πυρήνα οπαδών και στην Ελλάδα. Με το που ανέβηκαν στη σκηνή αναβίωσε μπροστά μας η λαμπρή δεκαετία του ’70, τόσο ως προς τον ήχο όσο και ως προς την εμφάνιση των μελών της μπάντας (πιο 70s ντύσιμο δεν θα μπορούσε να υπάρξει). Στο καθαρά μουσικό κομμάτι, οι Siena Root ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορείς να ακούσεις σε Deep Purple χωρίς να πας σε συναυλία των Βρετανών (αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστιο παράσημο για το Σουηδικό γκρουπ). Η νοοτροπία της μουσικής τους έχει φανερά τη βάση του στη μουσική παρακαταθήκη των Purple. Εν ολίγοις, hard rock που έχει στο κέντρο του τα πλήκτρα (καταπληκτική η ζωντανή χρήση του Hammond), φωνητικά ύφους Coverdale (με λίγο από Dio στην πορεία) αλλά και παιχνίδι μεταξύ κιθάρας – πλήκτρων, στη λογική που εισήγαγαν και τελειοποίησαν οι Blackmore – Lord. Μπορεί σε κάποιους τα παραπάνω να ακούγονται παλιομοδίτικα και ελαφρώς αναχρονιστικά, ωστόσο στα αυτιά μου τουλάχιστον, αυτό που παρουσίασαν οι Siena Root ήταν απολαυστικό. Στα συν σίγουρα και μια νέα σύνθεση που ακούσαμε από το άλμπουμ που τώρα ηχογραφούν, η οποία έκανε τη σύνδεση με το μέλλον του συγκροτήματος, το οποίο ελπίζουμε να διατηρήσει την ομορφιά του παρελθόντος.
ELECTRIC MOON
Το psych/noise/doom τρίο αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα μία από τις εκπλήξεις της βραδιάς. Ο προσεγμένος ήχος (τόσο από την μπάντα, όσο και από τον ηχολήπτη), σε συνδυασμό με τις σωστά δομημένες συνθέσεις και το μυσταγωγικό τριαδικό στήσιμο της μπάντας, άφησε πολλά κεφάλια μετέωρα, αδυνατώντας να πιστέψουν το τι ηχητικά κύματα παρείσφρεαν στους ακουστικούς τους πόρους. Μιλάμε για μουσική που μπορεί να έχει δημιουργηθεί με την απλή μέθοδο των τριών, ωστόσο φανερώνει το πόσο μεράκι, αλλά πολύ περισσότερο, γούστο και γνώση εμπεριέχει. Πραγματικά όσοι από το κοινό γνώριζαν την μπάντα θα πρέπει να έμειναν άναυδοι με την ανωτερότητα της ζωντανής εκτέλεσης των κομματιών σε σχέση με την ψηφιακή τους μορφή. Ιδιαίτερη μνεία φυσικά αξίζει στην Komet Lulu, η οποία με το μετρημένο, πλην όμως πολυεπίπεδο παίξιμο στο μπάσο, κρατούσε την ισορροπία μεταξύ του άκρατου ρεαλισμού που προσέδιδαν τα ντραμς και των ακόρεστων φαντασιακών προβολών που μας χάριζε ο Sula Bassana με την κιθάρα του. Τι άλλο μπορείς να πεις για αυτή την μπάντα; Όσοι δεν ήρθατε χάσατε την ευκαιρία αυτής της πρώτης εμφάνισης της στην χώρα μας.
CAUSA SUI
Πρόκειται για προσωπικό απωθημένο οι εν λόγω κύριοι. Οι Δανοί psychedelic rockers με έχουν συντροφεύσει ουκ ολίγες φορές με τις μουσικές τους, σε διαδρομές επίγειες και μη. Η αρχική ανακοίνωση τους στο billing του φεστιβάλ, αποτέλεσε από τους σημαντικότερους λόγους για να παραβρεθώ σ’ αυτό. Οι εξαιρετικοί πρώτοι δύο δίσκοι, καθώς και η στροφή 180ο που πραγματοποίησαν αργότερα αποτελούν σταθμό στο σύγχρονο αναγεννημένο ψυχεδελικό κίνημα.
Το πρώτο τέταρτο της εμφάνισής τους καλύφθηκε από τα εναρκτήρια κομμάτια του “Europie Tide” (2013), “Homage” και “The Juice”, αντίστοιχα. Ιδανικό ξεκίνημα, από έναν δίσκο που τους έκανε ευρέως γνωστούς σε ένα μεγάλο κοινό. Η συνέχεια μας βρήκε με το “The Source” από το φετινό “Return to Sky”, το οποίο μπορεί να μην άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις, ωστόσο θύμισε πολύ τις πρώτες μέρες της μπάντας. Το “Ju-Ju Blues” έφερε αυτό που εδώ και ώρες έλειπε από την ατμόσφαιρα του χώρου. Αργές ζεστές blues μελωδίες, που βαθμιαία μεταμορφώθηκαν σε fusion ξεσπάσματα. Το “Mondo Buzzo” λειτούργησε περισσότερο σαν γέφυρα για ακόμα ένα θαυμάσιο τελείωμα. Μιλάμε για το “Portixeddu” από το πρώτο και θρυλικότερο όλων των κυκλοφοριών της σειράς “Summer Sessions”. Εντάξει, μπορεί να μην ακούστηκαν οι ήχοι του σαξόφωνου, ωστόσο η παρέα των Jakob Skøtt, Jonas Munk, Rasmus Rasmussen και Jess Kahr, μας απέδειξε ότι όταν το jamming έχει γερές βάσεις μπορεί να κάνει θαύματα.
EARTHLESS
Οι καλιφορνέζοι Earthless ανήκουν στην ελίτ των heavy rock συγκροτημάτων εδώ και πολλά χρόνια, συνεπώς η είδηση της έλευσης τους για δεύτερη φορά στη χώρα μας, αυτή τη φορά στα πλαίσια φεστιβάλ, μόνο χαρμόσυνη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί! Άλλωστε η παρθενική τους επίσκεψη μας είχε αφήσει εκστασιασμένους (διαβάστε εδώ την ανταπόκριση από το προ διετίας live τους στο An). Το γκρουπ αποτελούσε το παλαιότερο και εμπειρότερο από τα σχήματα του line up και δικαιολογημένα προσδοκούσαμε η εμφάνιση τους να καταταχθεί στα highlight του φεστιβάλ. Αυτό που μας έδωσε όμως η μπάντα πραγματικά ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας! Το τρίο βρέθηκε σε πραγματικά δαιμονιώδη φόρμα, με την απόδοση του να φτάνει σε δυσθεώρητα επίπεδα. Πρώτο βιολί βεβαίως ο Isaiah Mitchell ο οποίος έκανε θαύματα με την Stratocaster του, εξαπολύοντας το ένα riff μετά το άλλο στα πρότυπα τον μεγάλων κιθαριστών του rock and roll. Στην άλλη άκρη της σκηνής ο Mike Eginton υπήρξε ο στυλοβάτης του ήχου της μπάντας με το «αθόρυβο» αλλά ουσιαστικότατο παίξιμο του. Βέβαια ο απόλυτος πρωταγωνιστής ήταν τοποθετημένος στο κέντρο της σκηνής: Ο λόγος για τον καταπληκτικό drummer Mario Rubalcaba (μέλος επίσης των θρύλων του hardcore Off!). Για άλλη μια φορά ο τύπος μας έκανε να παραληρούμε, το παίξιμο του από μόνο του είναι αρκετό για να σου κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον για ολόκληρο live. Ο Rubalcaba, για να το πούμε λαϊκά (και ελαφρώς άκομψα) «έπαιζε παπάδες», αυτό που ακούγαμε και βλέπαμε έμοιαζε εξωπραγματικό (θεωρώ πραγματικά πολύ τυχερό τον εαυτό μου που έχω δει τον Rubalcaba τρεις φορές ζωντανά, δυο με τους Earthless και μια με τους Off!). Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλη τη διάρκεια του live δε σταμάτησε δευτερόλεπτο να παίζει (σε κάποια μόνο σημεία χρησιμοποίησε το ένα μόνο χέρι του για να δροσιστεί και να σκουπίσει τον ιδρώτα του, για ξεκούραση ούτε λόγος…), έτσι ίδρωσε όχι μόνο τη φανέλα (συγκεκριμένα το μπλουζάκι Tom Petty & The Heartbrakers που φορούσε…) αλλά ως και το χαλί πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένα τα τύμπανα!
Τρεις συνθέσεις ερμήνευσε το γκρουπ (διάρκειας πάνω από μια ώρα), πριν από το άτυπο encore. Σε μια άψογη σε όλα εμφάνιση ήρθε να προστεθεί και το κερασάκι στην τούρτα στο φινάλε, καθώς η μπάντα έπαιξε σε μια φρενήρη εκτέλεση το Communication Breakdown, το έπος των Led Zeppelin (όπως και στη συναυλία του An έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το κλείσιμο του live για να ακούσουμε φωνητικά) για να μας στείλουν οριστικά «αδιάβαστους». Με βάση όσα προηγήθηκαν θα ήταν πραγματικά αδικία να μην τους αποδώσουμε τον άτυπο τίτλο της καλύτερης εμφάνισης του φεστιβάλ. Ήδη σκεφτόμαστε την επόμενη επίσκεψη τους, εκεί θα είμαστε όποτε και να πραγματοποιηθεί.
ALL THEM WITCHES
Οι Αμερικανοί All Them Witches ήταν οι headliners του φεστιβάλ, παρότι μαζί με τους Yuri Gagarin αποτελούσαν τις πιο νέες μπάντες που περιλάμβανε το line up. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επιλογή έμοιαζε λογική μιας και το γκρουπ στα λίγα χρόνια της ύπαρξης του κατάφερε να δημιουργήσει τεράστιο θόρυβο γύρω από το όνομα του, κυκλοφορώντας τρεις θαυμάσιους δίσκους, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η πολύ πρόσφατη εμφάνιση τους στο Gagarin, μόλις τον προηγούμενο Φεβρουάριο που συνοδεύτηκε από ένα εκκωφαντικό sold out και μια μεστή εμφάνιση (θυμηθείτε εδώ τι είχαμε γράψει τότε). Το κουαρτέτο ξεκίνησε διστακτικά (όπως ακριβώς είχε συμβεί και στο Gagarin), γεγονός εξηγήσιμο αν αναλογιστούμε το νεαρό της ηλικίας και τη μικρή εμπειρία των μουσικών. Παρότι σχετικά άγουρο ως σχήμα, διαθέτει τη στόφα μεγάλης μπάντας και σταδιακά ανέβασε θεαματικά την απόδοση του. Αν κάποιος έπρεπε να ποντάρει σε κάποιο heavy rock συγκρότημα για το μέλλον, οι All Them Witches θα ήταν μια σίγουρη επιλογή. Διαθέτουν όλα τα προσόντα για να πετύχουν σπουδαία πράγματα. Αυτό που τους ξεχωρίζει από τον σωρό των συγκροτημάτων του είδους είναι ότι δεν δείχνουν καμία τάση να περιχαρακωθούν στο στενό μουσικ’ο πλαίσιο της σκηνής, η λογική του ενός riff που θα προκαλεί headbanging χωρίς να επιδιώκει τίποτα παραπάνω, τους είναι εντελώς ξένη. Η σπουδαιότητα του γκρουπ έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι μπολιάζουν το heavy rock τους με στοιχεία ξένα, για παράδειγμα τα blues είναι πανταχού παρόντα (προέρχονται άλλωστε από το Nashville του Tennessee), ενώ κάποιες φορές οι συνθέσεις του ακολουθούν μια «γκαραζίστικη» λογική (ανάλογη, ας πούμε, αυτής των Black Keys, μέχρι το Brothers, φυσικά). Η μια νέα σύνθεση, εξάλλου, που παρουσίασαν ήταν ακόμα πιο βυθισμένη στα blues, κάτι που σίγουρα μας αρέσει. Σε τελική ανάλυση, η εμφάνιση των All Them Witches (διάρκειας περίπου 1,5 ώρας) ήταν γεμάτη και άκρως ικανοποιητική. Ο frontman Michael Parks είπε στο φινάλε ότι η Αθήνα ήταν η τελευταία πόλη της ευρωπαϊκής περιοδείας και αυτή στην οποία αδημονούσαν περισσότερο να επιστρέψουν. Δεν γνωρίζουμε αν το είπε τυπικά, αλλά το σίγουρο είναι ότι έχει δημιουργηθεί ένας σημαντικός δεσμός μεταξύ γκρουπ και εγχώριου κοινού, ο οποίος λογικά θα γίνεται πιο δυνατός όσο το συγκρότημα παράγει έξοχους δίσκους όσο οι τρεις πρώτοι του.
Αν έπρεπε να κάνουμε έναν απολογισμό της δεύτερης μέρας του Smoke the Fuzz Fest (Howler Edition ο διακριτικός τίτλος της), δεν θα μπορούσαμε παρά να παραδεχτούμε ότι παρακολουθήσαμε ένα άρτιο φεστιβάλ σε όλα τα επίπεδα, τόσο στο οργανωτικό και τεχνικό κομμάτι (άψογος ήχος, απίθανοι φωτισμοί, τήρηση του προγράμματος) όσο και στο καθαρά μουσικό κομμάτι, καθώς και οι έξι μπάντες υπήρξαν θαυμάσιες, ευρισκόμενες, όπως αποδείχτηκε στην πράξη, στην απόλυτη ακμή τους. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η συγκεκριμένη βραδιά ήταν ό,τι καλύτερο έχουμε βιώσει (μιλώντας πάντα για τη heavy rock σκηνή) στη χώρα μας, οπότε θα ήταν ευχής έργον να υπάρξει και συνέχεια και το συγκεριμένο φεστιβάλ να καθιερωθεί ως ετήσια διοργάνωση, δεν έχουμε άλλωστε την ευκαιρία να βλέπουμε συχνά τέτοια ονειρικά line up.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος - Νίκος Ζ. / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής