Θα σας γλιτώσω από τις τυπικές πληροφορίες, που αφορoύν το πότε μπήκα στο χώρο, τι κόσμο είδα, τι καιρό είχε μέσα στο γήπεδο αλλά και έξω από αυτό και όλα τα συναφή. Στο Fuzz αυτό το Σάββατο ο κόσμος ήταν λίγος από την αρχή και παρέμεινε λίγος, αφού όσοι μπήκαν καθυστερημένα, ήταν απλώς όσοι χρειάζονταν για να μην φαίνεται ο χώρος τελείως άδειος. Μπορεί να φταίει ότι έπαιζαν το ίδιο βράδυ και οι καλοί (αλλά όχι τόσο καλοί, συγκριτικά, ούτε κατά διάνοια, αν με ρωτάτε, And Also The Trees), ίσως το ότι οι Morphine ποτέ δεν έγιναν στην Ελλάδα όσο γνωστοί έγιναν αλλού, σίγουρα ότι οι Morphine χωρίς τον ιθύνοντα νου τους, Mark Sandman, που άφησε το μάταιο τούτο κόσμο το 1999 (αλλιώς θα πέθαινε φέτος, μαζί με όλους τους υπόλοιπους – συγχωρείστε μου το πικρό αστείο), δεν θα μπορούσαν να είναι το ίδιο συγκρότημα με αυτό που εντυπωσίαζε κοινό και κριτικούς ανά τον κόσμο κατά την διάρκεια των 90s, εξ ου άλλωστε και η επιβεβλημένη διαφοροποίηση της ονομασίας του σε Vapors Of Morphine. Και, για να το πάμε λίγο παραπέρα, σίγουρα ρόλο έπαιξε ότι το κοινό στην χώρα μας δείχνει και μία προτίμηση σε πιο σκοτεινά, απαισιόδοξα, αλλά συγχρόνως πομπώδη ακούσματα, από αυτό το ιδιότυπο low rock των (Vapors Οf) Morphine, όπως αυτοί το ονόμασαν προ αμνημονεύτων, που είναι μπολιασμένο με jazz, blues, funk και άλλα, μη συμβατά με την εσωτερική ανάγκη του νεοέλληνα να ακούει το «κλαίει η μάνα μου στο μνήμα» όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη πιθανή γλώσσα και όλο αυτό να το συνδυάζει με το «εναλλακτικό», «ποιοτικό», «ψαγμένο» και λοιπά κουραφέξαλα... Αποτέλεσμα αυτής της ιδιαιτερότητας (κομψά το έθεσα) είναι ότι μαζί με τους σοβαρούς, με πρώτο-πρώτο τον Nick Cave ή τον Eugene Edwards, το κοινό της χώρας μας θεοποιεί και διάφορους ατάλαντους και εδώ δε θα επεκταθώ, για να αποφύγω τις κατάρες...

Έχοντας δει τους Μorphine στις μέρες τις μεγάλης δόξας τους, γνώριζα πολύ καλά τις τεράστιες μουσικές τους ικανότητες. Έχοντας στο μυαλό μου και τα όσα ο σαξοφωνίστας τους Dana Colley μου είχε πει στην πρόσφατη συνέντευξή του, ήμουν βέβαιος ότι η βραδυά θα ήταν κατ’ ελάχιστον ok, αλλά, όπως και να το κάνουμε, πάντα υπάρχει και ο μύχιος φόβος ότι ορισμένα πράγματα, ιδιαίτερα όταν έχουν υπάρξει τόσο καλά, δύσκολα επαναλαμβάνονται. Το πεπρωμένο άλλωστε του Sandman είχε φροντίσει για αυτό. Οι σκέψεις αυτές διακόπηκαν πρόσκαιρα, όταν οι Mani Deum εμφανίστηκαν στην σκηνή. Το συγκεκριμένο σχήμα το έχω παρακολουθήσει ελάχιστα έως καθόλου, και, οφείλω να ομολογήσω ότι το πρώτο κομμάτι του set το πέρασα διαμαρτυρόμενος, γιατί αυτό το goth country/rock μίγμα που παίζουν (κοντινό σε γενικές γραμμές στους Wovenhand), στο οποίο παρεισφρύει εδώ και εκεί post punk, ήταν κατ’ αρχήν ασύμβατο με τους VoM. Ευτυχώς συντονίστηκα σχετικά γρήγορα, για να ανακαλύψω ότι οι Mani Deum, πίσω από όλη την μαυρίλα που βγαίνει από τα κομμάτια τους, κρύβουν καλές συνθέσεις, τις οποίες υποστηρίζουν άψογα επί σκηνής και ότι, εν τέλει, η ασυμβατότητα με το main act είναι υπαρκτή μόνο στα χαρτιά. Ένα μπράβο λοιπόν στα παιδιά, που ειρήσθω εν παρόδω, μας ενημέρωσαν ότι αυτή ήταν η προτελευταία συναυλία τους (η τελευταία θα είναι στο An στις 15 Δεκέμβριου), αφού μετά θα διακόψουν για κάποιο διάστημα τις δραστηριότητές τους ως μπάντα. Το τέλος του set τους άφησε τους ίδιους ικανοποιημένους, όπως και το κοινό, από όσο μπόρεσα να καταλάβω.

Με όλα αυτά, η ώρα είχε φτάσει, για να δούμε τι έχει απομείνει από μία από τις πλέον πρωτότυπες, αξιόλογες από κάθε άποψη, μπάντες που προσωπικά έχω δει στην ζωή μου. Αλλά, χωρίς την βαριά αλλά συγχρόνως ζεστή φωνή του Mark Sandman, αυτού του βασιλιά του cool, και τον ασύλληπτο ήχο που έβγαζε από το customized δίχορδο μπάσο, που το έπαιζε τόσο αριστοτεχνικά με slide, πως θα μπορούσε να είναι ακριβώς η ίδια μπάντα; Οι αμφιβολίες είχαν κερδίσει έδαφος, σε σχέση με τα όσα ενθουσιώδη ο Colley μου είχε εκθέσει τις προάλλες. Όμως ο Jerome Dupree στα ντραμς και ο Dana Colley στο βαρύτονο σαξόφωνο είναι ήδη πάνω στην σκηνή, όπως και το «καινούριο παιδάκι» (που λέγαμε μικροί στο σχολείο!), ο μικρόσωμος, αεικίνητος, χαμογελαστός πάνω από όλα Jemery Lyons, που δεν είναι βέβαια ακριβώς παιδάκι, αφού τα έχει τα χρονάκια του και, οποία ευτυχία, κρατάει το slide ήδη όταν πιάνει το δίχορδο μπάσο που του έφτιαξαν για να μπορέσει να αποδώσει σωστά τις συνθέσεις. Πριν καλά-καλά το καταλάβουμε, τα πρώτα ακόρντα στο μπάσο, αυτά της εισαγωγής του Good, κλασικού opener των συναυλιών των Μorphine από παλιά, έρχονταν να μας αποδείξουν ότι ο «νέος» κατέχει το άθλημα με το παραπάνω. Όταν όμως άρχισε να τραγουδά, προς στιγμήν πάγωσα. Όχι, δεν έχει εκφραστικότητα αντίστοιχη με του Sandman, ήταν η ετυμηγορία. Και βεβαίως, η ετυμηγορία ήταν απελπιστικά λανθασμένη, για καλή τύχη όλων μας, φυσικά. Διότι ήδη από το δεύτερο κομμάτι του set, ο Lyons άρχισε να «ζεσταίνεται» και να μας αποκαλύπτει ότι η ερμηνεία του και εκφραστική είναι και απολύτως συμβατή με το θαυμάσιο υλικό που ο Sandman είχε συνθέσει. Απλούστατα, είναι ένας άλλος ερμηνευτής. Είναι όμως ένας πάρα πολύ καλός ερμηνευτής, ο οποίος έχει αποκομίσει πραγματικά τα μέγιστα από την σκληρή εμπειρία του μουσικού του δρόμου. Βοήθησε φυσικά ότι δεύτερο κομμάτι ήταν το συγκλονιστικό, πανέμορφο εκ πάσης απόψεως The Other Side, με τους μεταφυσικούς στίχους ("Life is better there, on the other side/ the grass is greener there on the other side/ And I’ll get even there, on the other side"), γαρνιρισμένους φυσικά με απαγορευμένο ερωτισμό ("...I once slept with the preacher’s wife/she handed me a ticket to the other side"). Και εκεί κατάλαβα ότι όλα είναι στην θέση τους, όλα είναι όπως πρέπει να είναι.

Ο Lyons «σκίζει», άρα καιρός ήταν να δώσουμε λίγο περισσότερη σημασία στους παλιούς, σκέφτηκα. Οι οποίοι, καθ’ όλη την διάρκεια του set δίνουν μία παράσταση από αυτές που κάνουν τα στόματα να μένουν ανοιχτά, χωρίς υπερβολή. Ο Dana Colley έχει την μαγική ικανότητα να περνά από το ρυθμικό στο μελωδικό με την μεγαλύτερη άνεση και από το ευαίσθητο, λεπτεπίλεπτο στο θορυβώδες και «βρώμικο» (και το βαρύτονο σαξόφωνο, σε συνδυασμό με το δίχορδο μπάσο, μπορεί πολύ εύκολα να φτάσει εκεί!). Ξέρει τις δυνατότητες του οργάνου του, ξέρει τι χρειάζεται κάθε κομμάτι για να απογειωθεί και το δείχνει. Όμως αυτός που απεδείχθη εκτός συναγωνισμού, είναι ο Dupree. Σε αντίθεση με όσα λανθασμένα διαβεβαίωσα φίλους κατά την διάρκεια του live, δεν ήταν ο Dupree ο εκπληκτικός ντράμερ που είχα δει 21 ολόκληρα χρόνια πριν, δύο φορές (εκτός Ελλάδας, φυσικά, οι Morphine δεν έχουν έρθει ποτέ ξανά στην χώρα μας, εξ ου και η πλακίτσα που κάνει συχνά ο Dana, ότι αυτό ήταν το καλύτερο live τους επί ελληνικού εδάφους). Ήταν ο Billy Conway, ο άλλος, επίσης θαυμάσιος ντράμερ του σχήματος, που έπαιζε στις εκτός Η.Π.Α. περιοδείες, όπως μου εξήγησε ο ίδιος ο Dupree μετά το live, με εμένα να ξεροκαταπίνω νιώθοντας άβολα (πως να θυμάμαι; 21 χρόνια είναι αυτά!). Όπως και να έχει, ο ευγενέστατος αυτός τύπος, είναι ένας τζαζίστας παγιδευμένος στο σώμα ενός rocker ή το αντίστροφο, δεν το έχω ακόμα ξεκαθαρίσει, διότι, ενώ είναι πραγματικά δυνατός σαν ντράμερ, η όλη τεχνική του, αλλά και ο τρόπος που γεμίζει τον ήχο αυτού του παράδοξου, άνευ κιθάρας τρίο, παραπέμπει κατευθείαν στους μεγάλους της jazz. Και όλα αυτά από έναν κύριο 60 ετών («τα έκλεισα την επομένη της νίκης του Trump», με πληροφορεί αργότερα απογοητευμένος), που για να το πω απλά, καλό θα ήταν να τον δούν οι εδώ συνάδελφοί του, όλο και κάτι παραπάνω θα είχαν να μάθουν, ακόμα και οι καλύτεροι από αυτούς (και τέτοιους έχουμε αρκετούς, δεν γκρινιάζω!). Όμως ο Trump, όπως θα αντιληφθήκατε αν διαβάσατε την συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Colley, αναμενόμενα είναι πηγή δυσφορίας για του φίλους μας και κανείς δεν τους κατηγορεί. «20 μέρες λείψαμε μόνο από την πατρίδα μας και κατάφεραν να τα γ......ν όλα!» σχολιάζει πικρόχολα ο Colley από μικροφώνου. «Έχουμε τώρα τέσσερα χρόνια να πάρουμε πίσω την χώρα μας», συνεχίζει, αλλά κοντοστέκεται: «Δεν θα έβαζα όμως και στοίχημα...».
Ευτυχώς, η μουσική έχει την ικανότητα να θεραπεύει. Ιδίως όταν είναι τόσο καλή. Και ακούσαμε, το καταλάβατε ήδη, εξαιρετική μουσική, παιγμένη με το συναίσθημα που της αξίζει, με σεβασμό για τον εκλιπόντα δημιουργό της, αλλά και με αληθινό νεύρο, πάνω από όλα όμως, με αγάπη. Όσο για τη setlist, όσοι ξέρετε για τι μιλάμε έχετε υποψιαστεί ότι ακούσαμε κομματάρες σαν το βαρύ και συγχρόνως funky Thursday (μην τα φτιάξετε ποτέ με γυναίκα μαφιόζου, το ηθικό δίδαγμά του), τον ύμνο των απανταχού gamblers Have A Lucky Day, που μαζί με το δικαιολογημένα απολύτως απαραίτητο Honey White, έγιναν δεκτά με ενθουσιώδη χορό από το κοινό και, φυσικά δυνατό χειροκρότημα, το θαυμάσιο All Wrong (άλλο ένα crowd pleaser), τα Buena, Claire, Like Swimming, το Yes, με τον Colley να μας βάζει να τραγουδήσουμε, αλλά και το Saddest Song που ανήκει ολοκληρωτικά στον Dupree. Eνδιάμεσα ακούμε και κάποια νέα κομμάτια των VoM, που ακουμπάνε περισσότερο στα blues από το παλαιότερο υλικό, με τον Lyons να πιάνει την κιθάρα. Και μέσα σε όλα αυτά έχουμε αυτούς τους ωραίους τύπους να αυτοσαρκάζονται ανελέητα («300 κομμάτια πούλησε ο καινούριος δίσκος μας» μας ενημερώνει ο Lyons με υψωμένους και τους δύο αντίχειρες, φορώντας ένα παλαβό/ενθουσιώδες χαμόγελο). Και για να μην το ξεχάσω, ακούμε και δύο διασκευές, το πανέμορφο Renouveau – Daman N’diaye του Amadou Balaké (αξιόλογου καλλιτέχνη από την Burkina Fasso, πρώην Άνω Βόλτα, για τους παλαιότερους, που πέθανε το 2014), το οποίο περιλαμβάνεται στη πολύ καλή φετινή τους δουλειά New Low και το I’m So Glad του μεγάλου bluesman Skip James (ο Lyons μου εξομολογείται αργότερα ότι «παλεύει», ανεπιτυχώς για την ώρα, να διασκευάσει το εκπληκτικό Hard Times Killing Floor του ιδίου, προκαλώντας μου ανατριχίλα – ακούστε το original, μη μείνετε στην διασκευή των Dulli/Lanegan, διότι όσο καλή και αν είναι, που είναι, δεν το φτάνει, και θα καταλάβετε τι εννοώ).

Η βραδυά τελειώνει με το Candy, που ακούω πραγματικά συγκινημένος, το πανέμορφο, ακόμα δημοφιλές The Night με τον Dupree να μας τρελλαίνει για μία τελευταία φορά και το απολύτως αναγκαίο You Look Like Rain, το μόνο κομμάτι του encore, παρά τα παρατεταμένα χειροκροτήματα των λίγων, αλλά ενθουσιωδέστατων πιστών. Μικρό το κακό, είχαν ήδη φτάσει τις δύο ώρες επί σκηνής. «Την επόμενη φορά θα έχει πολύ κόσμο» βεβαιώνει αισιόδοξα ένας από τους σοβαρότερους ανθρώπους στο χώρο του εναλλακτικού Τύπου, ας μην λέμε ονόματα. «Τόσοι είμαστε μόνο», μονολογεί ο καλύτερος φίλος μου παραδίπλα, έτερος του «συναφιού» και αναγκάζομαι να συμφωνήσω, γιατί έχει δίκιο. Όμως δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι για αυτό. Για αρχή, ας αφήσουμε λίγο χώρο για το αυθεντικό. Ας ανοίξουμε τα αφτιά μας. Ας μην δυσπιστούμε. Ούτε τα έχουμε ακούσει όλα, ούτε τα γνωρίζουμε όλα (το λέω πρώτα για να το ακούω εγώ, φυσικά). Τέτοιες συναυλίες πρέπει, είναι αναγκαίο, να έχουν πολύ μεγαλύτερη προσέλευση. Δεν ξέρω αν οι VoM θα ξαναέρθουν, δεν ξέρω θα υπάρξει άλλος promoter τόσο τολμηρός. Όμως μουσικοί αξιόλογοι έρχονται εδώ όλη την ώρα. Είναι τουλάχιστον απογοητευτικό, οι σοβαρότεροι, πιο ενδιαφέροντες εξ αυτών να παίζουν συνήθως σε μισοάδειους χώρους. Έγινε με τους Low, έγινε με τους VoM, έχει γίνει και με τόσους άλλους. Αρκετά...
Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης / Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μαλαφής


