Δευτέρα, 06 Νοεμβρίου 2017 04:50

Live Review: The Dream Syndicate / Dustbowl @ Fuzz Live Music Club, 4/11/2017

Written by 

Πόσες φορές μπορεί κανείς να πεις στη ζωή του ότι βίωσε μία μοναδική εμπειρία; Μπορεί να είναι κάτι που λέγεται συχνά, όταν όμως βάλεις κάτω τα πράγματα ψύχραιμα, βλέπεις ότι αυτές δεν είναι και τόσες πολλές. Σε ό,τι τουλάχιστον με αφορά, η εμφάνιση των Dream Syndicate στο Fuzz κερδίζει με άνεση μία θέση. Τα παραλέω; Το «χόντρυνα»; Ίσως. Όμως η παρέα των Steve Wynn, Mark Walton, Dennis Duck, μαζί με τον «νέο» της παρέας, τον κιθαρίστα Jason Victor, αλλά και τον επίσης μεγάλο, επίσης παλιό γνώριμο Chris Cacavas των μεγάλων Green On Red μας πρόσφεραν ένα live που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλώς καλό ή έστω, πολύ καλό, εξαιρετικό. Αυτό που είδαμε ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι παραπάνω.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή (παρά την τεράστια διάθεση που έχω να κάνω το ακριβώς αντίστροφο, αυτή τη φορά ειδικά). Η διαδικασία απαιτεί να μιλάμε πρώτα για το support και ευτυχώς που υπάρχει η διαδικασία, γιατί θα ήταν άδικο να μην πούμε μία (πολύ) καλή κουβέντα για τους Dustbowl που άνοιξαν την βραδυά με τρόπο απολύτως ταιριαστό, διότι, όπως συνέβη και με το main act της βραδυάς, είχαν κέφια και το έδειξαν. Να εξηγήσω σε αυτό το σημείο ότι όταν μία μπάντα του επιπέδου των Dustbowl έχει κέφια, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο: πολύ καλή μουσική, καλό συναίσθημα, κοντολογίς, ό,τι χρειάζεσαι για να περάσεις μία καλή βραδιά. Το επίσης καλό με το συγκεκριμένο σχήμα είναι ότι μπορεί να αποδώσει άψογα είτε ως κύριο όνομα, είτε ως support (ρόλος συχνά άχαρος, είτε το θέλουμε είτε όχι). Η ουσία είναι ότι το γκρουπ από την Αθήνα, που μια χαρά θα πίστευες ότι είναι από το... Μέμφις (ή οπουδήποτε αντίστοιχα), μας προσέφερε σε μία πιο ηλεκτρική, rockin’ εκδοχή, ίσως και λόγω της περίστασης, ένα σφιχτοδεμένο σετ που βασιζόταν στο τελευταίο, θαυμάσιο δίσκο του The Great Fandango με εξαίρεση το φοβερό Τhe Mourner (κομμάτι των «παλιών Dustbowl» όπως μας εξήγησαν), από το Goin’ Down, όπου το ερμηνεύει ο Jeremy Gluck των Barracudas, για να μην ξεχνιόμαστε. Το ομότιτλο της πιο πρόσφατης δουλειάς τους διεκδικεί άνετα τον τίτλο του highlight, μου άρεσε όμως πολύ και το Linger On, αλλά και το Billy του Bob Dylan που έκλεισε το σετ (να πω άλλη μία φορά ότι, πιο νούμερο από όλα τα Billy, ειλικρινά δε θυμάμαι!), αλλά η αλήθεια είναι ότι το σύνολο του σετ ήταν άψογο. Καλή λοιπόν η απόδοση, καλός ο ήχος και ζεστό το χειροκρότημα του κοινού που πύκνωνε με την πάροδο του χρόνου.

Οι Dustbowl εγκαταλείπουν την σκηνή και έχω την ευκαιρία να ρίξω μία ματιά στο χώρο. Η πλειονότητα του κόσμου που βρίσκεται στο χώρο αποτελείται από σαραντάρηδες και πενηντάρηδες. Αν δεν ξέραμε ποιους έχουμε έρθει να δούμε, θα έπρεπε ίσως να ανησυχούμε. «Rock συναυλία χωρίς νεολαία πως γίνεται;» θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο μέσος λάτρης των στερεοτύπων. Μια χαρά γίνεται, είναι η απάντηση, όταν έχεις να κάνεις με ένα συγκρότημα που πρώτο είναι τεράστιο σαν αξία και δεύτερον, ενεργό. Το ερώτημα είναι στην πραγματικότητα πως είναι δυνατόν το νεανικό κοινό να έλκεται από τύπους σαν τους...  Scorpions (επ’ ευκαιρία, αυτοί έχουν πεθάνει προ πολλού, μήπως να αναλάμβανε κάποιος την ευθύνη να τους το πει;) και να αγνοεί τους Dream Syndicate. Υποθέτω ότι η απάντηση βρίσκεται, μεταξύ άλλων και στο εξής: οι Dream Syndicate ανήκουν στην φουρνιά αυτή των εναλλακτικών συγκροτημάτων της δεκαετίας του ’80 που είχαν να αντιμετωπίσουν την δυσπιστία των επαϊόντων, με στιβαρά «επιχειρήματα» του τύπου «ε, καλούτσικοι είναι αλλά δεν είναι και... Jethro Tull» (ευτυχώς!). Η νέα τότε σκηνή αντιμετωπιζόταν όντως με δυσπιστία. Τώρα πια, πολλά πολλά χρόνια μετά, μπορώ να πω με άνεση ότι αυτή η σκηνή ακριβώς, είναι ίσως το πιο αγνό, το πιο ενδιαφέρον πράγμα που συνέβη στο rock από το ’68 και μετά. Όμως, η ηλίθια αυτή δυσπιστία, αλλά και η έλλειψη επαρκούς προβολής, την ακολούθησε μέχρι τέλους και στέρησε από σχήματα με τεράστια αξία μία μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα που άξιζαν με το παραπάνω. Το πόσο άδικο είναι όλο αυτό το διαπιστώσαμε για άλλη μία φορά και αυτή την βραδιά. 

Οι Dustbowl μας χαιρετάνε και οι Dream Syndicate ανεβαίνουν στην σκηνή μέσα σε χειροκροτήματα αδημονίας,  χαμογελαστοί και σε καλή γενικά διάθεση. Οι τέσσερις μουσικοί (ο Cacavas ανέβηκε αργότερα) παίρνουν τα όργανά τους και ξεκινά το Halloween (πόσες μπάντες έχουν την πολυτέλεια να μπορούν να ξεκινήσουν το σετ τους με ένα τέτοιο κομμάτι;). Από εκεί και πέρα οι συμπαθείς εξηντάρηδες αποφασίζουν να κρύψουν καμιά τριανταριά χρόνια από την ηλικία τους και να ξεκινήσουν ένα απίστευτο πάρτυ, γεμάτο «γκαζωμένο» rock’n’roll, θορυβώδες, κεφάτο, με τόση ψυχή που συχνά ήταν δύσκολο να αντέξεις. Δεν είχαμε μπροστά μας μία κουρασμένη μπάντα, που μοιάζει και, χειρότερα ακόμα, ηχεί σαν tribute band του παλιού, χαμένου εαυτού της. Είχαμε, αντίθετα μπροστά μας, ένα από τα καλύτερα rock σχήματα του πλανήτη και δεν υπερβάλλω καθόλου, άλλωστε η νέα τους κυκλοφορία το επιβεβαιώνει, πάνω από όλα, ένα σχήμα σε άψογη φόρμα («προσπαθούμε να τα δίνουμε όλα κάθε βράδυ» μου εξομολογήθηκε ένας ευδιάθετος Wynn αμέσως μετά – καλά τα πάτε παιδιά, μην ανησυχείτε!). Και βέβαια, είχαμε έναν Steve Wynn που έχει μία ιδιαίτερη σχέση με την χώρα μας, κάτι που θα ήταν προφανές ακόμη και αν δεν το έλεγε, χωρίς όμως να πηγαίνουν πίσω και οι υπόλοιποι. Και, επειδή συχνά γκρινιάζουμε για το θέμα, πρέπει να πούμε ότι το κοινό ήταν και αυτό απίστευτο. Για να το πω απλά, δεν νομίζω ότι στο Fuzz υπήρχε άνθρωπος που απλώς «είδε φως και μπήκε». Όλοι οι παριστάμενοι (και ήταν πολλοί) ήξεραν καλά τι έρχονται να δουν. Ο πραγματικός, ειλικρινής ενθουσιασμός, το χειροκρότημα, η συνεχής συμμετοχή στα κομμάτια, οι αντιδράσεις γενικότερα, το έδειξαν ξεκάθαρα, - αρκεί να πούμε ότι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συνήθως, η νέα, μετά από 29 χρόνια κυκλοφορία του γκρουπ ήταν απόλυτα γνωστή και ήδη αγαπητή, όπως διαπίστωσα, στο κοινό.


Πως όμως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Δεν είναι μόνο το ειδικό βάρος της setlist των Dream Syndicate. Αυτό είναι δεδομένο. Αυτό που είχε σημασία είναι είναι ο τρόπος που αποδόθηκαν κάποια κλασικότατα κομμάτια: Δυνατά, με ένταση που «χτύπαγε κόκκινο», με πάθος και ψυχή, με όλα όσα κάνουν μία μπάντα μεγάλη. Και κοντά σε αυτά, τα καινούρια κομμάτια της μπάντας, παρουσιάστηκαν σε εκτελέσεις καλύτερες του δίσκου. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το αγνώριστο μέσα στα «γκάζια» Medicin Show, το Burn, τα (απολύτως δικαιολογημένα) crowd pleasers The Side I’ll Never Show, Boston (όπου "πέρασαν" μερικά μέτρα και το ρεφρέν του Refugee του Tom Petty) και Tell Me When It’s Over, το How Did I Find Myself Here που παίχτηκε με funky διάθεση και πολλαπλάσιο θόρυβο της στούντιο εκτέλεσης, τα επίσης καινούρια 80 West, Like Mary, Filter Me Through You και Οut Of My Head; Ο κατάλογος είναι μακρύς. Αν όμως όντως πρέπει να επιλέξουμε, να εστιάσουμε κάπου, μάλλον θα πρέπει να μιλήσουμε για την στιγμή που ακούσαμε ένα εκπληκτικά εκτελεσμένο That’s What You Always Say με τον κοινό να κοντεύει να ρίξει από τις φωνές το club και ένα μικρό... mosh pit να σχηματίζεται μπροστά στη σκηνή. Όταν το κομμάτι τελείωσε, ο Steve Wynn απέδειξε ότι παρά το συνεχές χαμόγελο, είναι άνθρωπος χωρίς έλεος, αλλιώς δεν εξηγείται ότι αποφάσισε να παίξει σε εκείνο το σημείο το Days Of Wine And Roses και μάλιστα με τον τρόπο που το έπαιξε... θέτοντας σε κίνδυνο την σωματική μας ακεραιότητα (για την ψυχική υγεία αποφεύγω να μιλήσω όπως παρατηρείτε). Το γκρουπ βρίσκεται σε ντελίριο, ο Wynn κάπου στην μέση του κομματιού, μεταξύ περασμάτων αδυσώπητου feedback κάνει ένα medley που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το Who Do You Love? (Bo Diddley) και For The Love Of Ivy (των μέγιστων Gun Club) και όσοι βρισκόμαστε εκεί ξέρουμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι ξεχωριστό, έχει νόημα, σημασία.

 

Θα σας έλεγα ότι το encore απλώς επιβεβαίωσε τα παραπάνω, αλλά θα έλεγα τη μισή αλήθεια, γιατί στην πραγματικότητα τίποτα από όσα είδαμε δεν είναι απλό ή αυτονόητο. Το Glide που ξεκίνησε το τελευταίο αυτό μέρος του live  ήταν ωραίο, αρκετά για να προετοιμάσει το έδαφος για ένα συγκλονιστικό When The Curtain Falls με το Wynn να μας λέει πόσο νόημα εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να έχουν για αυτόν οι στίχοι του (δίκιο έχει!) και μία αντίστοιχα συγκλονιστική εκτέλεση του John Coltrane Stereo Blues, που «τράβηξε» όσο έπρεπε να τραβήξει (δηλαδή πολύ!) και μας άφησε εξουθενωμένους από την ένταση.

Αν θα θέλατε να δείξετε σε κάποιον τι πραγματικά είναι το rock’n’roll, το μόνο που θα χρειαζόταν είναι να το φέρετε στο Fuzz αυτή τη βραδυά. Όσο για τους Dream Syndicate, πιστεύω ότι δεν θα μας λείψουν για πολύ. «Θα σας δούμε του χρόνου, αφού κυκλοφορήσουμε τον νέο μας δίσκο» μας είπε σε κάποιο σημείο ο Wynn και έχω την εντύπωση ότι δεν το είπε τυχαία. Ως τότε, θα μείνουμε με την ανάμνηση του απόλυτα συγκλονιστικού αυτού live.

Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Παναγιώτης Γαβρίλης

 

Ο Παναγιώτης Γαβρίλης είναι επιφανειακά ένας εξωστρεφής τύπος που αγαπά την μπύρα και τις θορυβώδεις κιθάρες, όμως στην πραγματικότητα είναι ένας ρομαντικός: αγαπά την λογοτεχνία και την ποίηση και ονειρεύεται κάποτε (σύντομα, η ζωή είναι μικρή), να επικρατήσει παγκόσμια ειρήνη και ευμερία και η ΑΕΚ να «σηκώσει» το Champions League. Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Ποτέ.

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα