Αυτή είναι μια κριτική που καθυστέρησα χαρακτηριστικά γιατί ειλικρινά δεν ξέρω πλέον τι να γράψω για αυτό τον άνθρωπο. Φυσικά θα μπορούσα να προσφύγω σε στερεότυπα του τύπου για το πόσο ώριμος και συγχρόνως νέος ακούγεται ο εμβληματικός κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης των Hüsker Dü και των Sugar και, τώρα που το σκέφτομαι έχω προσφύγει σε όλα αυτά τα στερεότυπα κατά καιρούς, αλλά δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Περιορίζομαι απλώς να πω ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια που ο 56χρονος Bob διανύει περίοδο δαιμονισμένης φόρμας (για να το θέσω ολίγον ποδοσφαιρικά, αν και ο αυτός προτιμά την πάλη), αν έπρεπε να είμαστε αντικειμενικοί, όσο φυσικά αυτό γίνεται όταν μιλάς για την Τέχνη (δεν γίνεται!), θα έπρεπε απλώς να παραδεχθούμε ότι δεν υπάρχει καμμία απολύτως κυκλοφορία του κιθαριστικού punk, indie, alternative κλπ ήχου, ιδιαίτερα από νέους καλλιτέχνες που να μπορεί να συγκριθεί με τη μουσική που αυτός κυκλοφορεί. Προσωπικά όμως δεν το λέω (μάλλον δεν το έλεγα μέχρι τώρα!), εν μέρει γιατί, πόσοι θυμούνται πραγματικά τον Mould αλήθεια; Ο κίνδυνος να σου φορέσουν την ταμπέλα του γραφικού ελοχεύει. Εν μέρει όμως συγκρατείσαι, γιατί πάντα έχεις την ελπίδα ότι κάτι εκπληκτικό θα ξεπεταχτεί από το πουθενά και θα σε αφήσει άφωνο. Κακά όμως τα ψέματα, ορισμένα πράγματα δεν είναι εύκολα. Θα το γυρίσω πάλι στο ποδόσφαιρο λέγοντας ότι είναι σαν να παίζεις κόντρα σε μία πολύ μεγάλη ομάδα στο γεμάτο γήπεδό της. Ο κίνδυνος να χάσεις έως και να διασυρθείς είναι μεγάλος. Και όταν μιλάμε για κιθαριστικό alternative ήχο, ο Bob Mould παίζει στο γήπεδό του. Αυτός είναι από τους εφευρέτες του, αν όχι ο εφευρέτης του και αν αμφιβάλλετε ρωτήστε τον Frank Black. Δεν είναι μόνο γιατί έφτασε από την εποχή των Hüsker Dü τις δυνατότητες του τρίο μπάσο, κιθάρα, ντραμς στα απόλυτα όριά του. Δεν είναι καν το ότι μπόρεσε να περάσει από το αγριεμένο hardcore της νιότης του μέσα σε τρία χρόνια, πάνω-κάτω, στο να οριοθετήσει τον σύγχρονο εναλλακτικό κιθαριστικό ήχο. Πάνω από όλα, ο Bob Mould είναι ο άνθρωπος που εκφραστικά μπόρεσε να χωρέσει την pop, αλλά ακόμα και την folk στον νευρικό κιθαριστικό ορυμαγδό του, να συνδυάσει το νεύρο με την ώριμη, συναισθηματική, ανθρώπινη προσέγγιση των θεμάτων του. Ακόμη και όταν έπαιζε τραγούδια των 50 δευτερολέπτων, αυτός ο τύπος ηχούσε ώριμος.
Και όλα αυτά τα ακούμε στο Patch The Sky, με την γνωστή, άψογη δουλειά στις κιθάρες, με την έννοια του ουσιαστικού, ευρηματικού αλλά μετρημένου παιξίματος (πως είναι ο Eric Clapton; Το ακριβώς αντίθετο!). Και τα ακούμε σε γενναίες μάλιστα δόσεις, αν και θα μπορούσα ίσως να επιχειρηματολογήσω ότι τα Silver Age (2012) και Beauty & Ruin (2014) είναι ελάχιστα καλύτερα στα σημεία. Θα μπορούσα επίσης να πω ότι αυτός εδώ ο δίσκος ηχεί κάπως πιο απαισιόδοξος, μαύρος, συγκριτικά με αυτούς. Μικρή σημασία έχουν όλα αυτά. Από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος καλλτέχνης έχει την διάθεση να δουλέψει σοβαρά πάνω σε νέα μουσική (και είναι ο τέταρτος τουλάχιστον δίσκος που του συμβαίνει κάτι τέτοιο), μοιραίο είναι να βρίσκεσαι μπροστά σε κομμάτια που σε συνεπαίρνουν. Πρώτο από όλα το Black Confetti, με το The End Of Things, να έρχεται από κοντά, πιο βαρύ το πρώτο, πιο νευρικό το δεύτερο, να κλέβουν την παράσταση. Είναι όμως και το απροσδόκητα pop, με υποψία χορευτικής διάθεσης Losing Sleep, που όμως κουβαλάει συγχρόνως μία παράδοξη σκοτεινιά, είναι τα δυναμικά και γρήγορα Hands Are Tied και Losing Time (το ντουέτο κιθάρας-ντραμς στην εισαγωγή του τελευταίου μου έφερε στο μυαλό το New Day Rising και παρέα με αυτό, ένα ικανοποιημένο χαμόγελο). Είναι ακόμα το mid-tempo Voices In My Head, που αποτελεί αναφορά στους Sugar και το Pray For Rain, που δε θα μπορούσε να έχει συνθέσει άλλος παρά αυτός. Μετά από όλα αυτά, δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει ότι οι τραυματικές αναμνήσεις θα έχουν πια ξεθωριάσει και οι Hüsker Dü θα επανενωθούν επιτέλους, δίνοντας τέλος στην φημολογία. Αλλά και αυτό να μην συμβεί, μικρό το κακό, όσο ο Mould είναι σε θέση να βγάζει δίσκους σαν αυτόν εδώ.
8/10