Αυτά τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του πρώτου προσωπικού του δίσκου, Blunderbuss, o Jack White είχε απασχολήσει την επικαιρότητα με πράγματα άλλα από την μουσική του. Η ιδιαίτερα δημιουργική, σίγουρα, ενασχόλησή του με την Third Man Records, ένα αιματηρό, όπως εξελίχθηκε, διαζύγιο, διάφορες ατυχείς δηλώσεις προς το τέλος (οι αιχμηρότερες όλων κατά του Dan Auerbach μαζί με κάποιες άλλες «μαζεύτηκαν», ευτυχώς από τον ίδιο τον White), λίγο έλλειψε να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι ο Jack White είναι από τους λίγους rock (με την παλιά, καλή έννοια του όρου) καλλιτέχνες με ειδικό βάρος που έχουν απομείνει. Το Lazaretto επιχειρεί να αποκαταστήσει την τάξη.
Ηχογραφημένο στο σύνολό του στο στούντιο της Third Man Record στο Νάσβιλ (πόλη στην οποία ζει πλέον μόνιμα ο White – αλλά και ο Auerbach, κατά μία λιγότερο ή περισσότερο σατανική σύμπτωση!), το Lazaretto, που σε αντίθεση με παλαιότερες δουλειές του White χρειάστηκε σχεδόν δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί, μοιάζει να απηχεί την προσπάθεια του δημιουργού του να «παντρέψει» το κλασικό με το μοντέρνο. Πράγματι, ο εντελώς κλασικών επιρροών ήχος (ακούμε blues πρώτα και πάνω από όλα, κλασικό rock, country, παραδοσιακή folk, ενώ τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου περιλαμβάνουν pedal steel ή και βιολί) και ο vintage εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε (ακούς σχεδόν καθαρά το ιδιότυπο τρίξιμο που «βγάζουν» οι λυχνίες των ενισχυτών), συνδυάστηκε από τον White με μία παραγωγή ογκώδη, καθαρή, με αρκετές φορές νεωτερικές ενορχηστρώσεις, έως και την χρήση των ProTools (όργανα του Κακού για τους πιουρίστες!) από τον ίδιο στην μίξη. Κατ’ αποτέλεσμα, ο δίσκος δεν αφήνει το ακροατή να αμφιβάλλει για το ότι η ηχογράφηση είναι πρόσφατη. Φυσικά τα τερτίπια στο στούντιο δεν αλλάζουν την ουσία του πράγματος: ο Jack White είναι κλασικιστής σε απελπιστικό βαθμό, κάτι που υπό άλλες συνθήκες μια χαρά θα αρκούσε στον γράφοντα για να το στείλει στο πυρ το εξώτερον. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο, απλούστατα γιατί το Lazaretto είναι ένας πάρα πολύ καλός δίσκος.
Ο λόγος δεν είναι μόνο η μουσική καθαυτή, αλλά και το συναίσθημα που βγάζουν αυτές οι ηχογραφήσεις. Παρά το ότι ο White επιχειρεί (και καλά κάνει) να αποσυνδέσει το περιεχόμενο του δίσκου με τις προσωπικές του περιπέτειες, η ένταση στην ερμηνεία αλλά και οι συναισθηματικά φορτισμένοι στίχοι δείχνουν καθαρά ότι το Lazaretto έδωσε την δυνατότητα στον White να εξωτερικεύσει όλη την φόρτιση που αυτές του είχαν προκαλέσει. Το ευτύχημα είναι ότι όλο αυτό έγινε με τρόπο δημιουργικό, χωρίς φτηνούς συναισθηματισμούς (και ορίστε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στους κανονικούς μουσικούς και τους τυχάρπαστους τύπου Chris Martin...).
Κατ’ αποτέλεσμα, ο δίσκος έχει ικανό αριθμό highlights, αρχής γενομένης με την διασκευή του Three Women του μεγάλου Blind Willie McTell (πρόκειται για κομμάτι ηχογραφημένο το 1928), όπου, όμως, ο White ξεφεύγει τελείως από το εκπληκτικό πρωτότυπο τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Η δική του εκδοχή χαρακτηρίζεται από μία έξυπνη, σχεδόν χιουμοριστική προσέγγιση των στίχων, συγχρόνως όμως είναι δυνατή, ογκώδης όσο και νευρική, με το παραμορφωμένο μπάσο να δένει εκπληκτικά με το όργανο και το πιάνο, σε ένα εξαιρετικό πάντρεμα έντασης (αν και η μόνη κιθάρα που χρησιμοποιείται σε αυτό είναι η pedal steel) και ψυχής. Γεμάτη ένταση είναι και η συνέχεια στο δίσκο με το ομότιτλο να αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της αγάπης του White προς τους Led Zeppelin. Όμως τα φωνητικά a la Robert Plant παντρεύονται με μία εκφορά των στίχων που συχνά παραπέμπει στο hip hop, ενώ το κομμάτι καταλήγει σε ένα, το λιγότερο απροσδόκητο, bluegrass σόλο του βιολιού. Οι Led Zeppelin κάνουν την εμφάνισή τους και στο βαρύ intrumental High Ball Stepper, που επίσης κατατάσσεται δικαιωματικά στις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Εθιστικά παλιομοδίτικο, στο ύφος των Creedence Clearwater Revival είναι και το up beat Just One Drink. Όμως εξαιρετικά δείγματα μουσικής γραφής υπάρχουν και εκεί που ο White ρίχνει τους τόνους λιγότερο ή περισσότερο. Το Would You Fight For My Love? με τις εξαιρετικές εναλλαγές του είναι πιθανότατα από τραγούδι που δίνει τον τόνο σε ολόκληρο τον δίσκο όχι μόνο μουσικά αλλά και στιχουργικά. Από κοντά και το I Think I Found The Culprit, που συμπυκνώνει στα σχεδόν τέσσερα λεπτά διάρκειάς του όλους τους λόγους για τους οποίους ο White χαίρει της φήμης που χαίρει: απλή όσο και εθιστική μελωδία, σχεδόν αφαιρετική χρήση των στίχων, εξαιρετική χρήση των δεύτερων γυναικείων φωνητικών σε ένα κομμάτι που στην βάση του θυμίζει τα mid tempo κομμάτια του White Blood Cells.
Η ακρόαση του Lazaretto δεν πρόκειται να σας αλλάξει την ζωή ή τον τρόπο που αντιμετωπίζετε την μουσική (δεν ξέρω καν αν ηχογραφούνται πλέον τέτοιοι δίσκοι). Από την άλλη μεριά, ο δίσκος αυτός είναι όσο καλός χρειάζεται για να επιβεβαιώσει ότι ο ιδιόρρυθμος Jack White είναι ένας από τους κορυφαίους (αν όχι ο κορυφαίος) σύγχρονους rock μουσικούς.
8/10


