Ξεκινάω το κείμενο με μία ερώτηση κρίσεως, απευθυνόμενη προς άπαντες. Είσαι μία από τις ιστορικότερες μπάντες του μεταλλικού σύμπαντος εκτός Αγγλίας/Αμερικής. Φέτος συμπληρώνεις 30 χρόνια από το πρώτο σου έπος, το οποίο επηρέασε τόσο κόσμο, που αποτέλεσε την ουσιαστική απαρχή για ένα ολόκληρο υπο-είδος - φυσικά μιλάω για το doom metal και το Epicus Doomicus Metallicus. Έχεις όμως μία ατυχία: ο ιδρυτής, βασικός συνθέτης και αδιαφιλονίκητος ηγέτης σου, ο μπασίστας Leif Edling, δεν μπορεί να περιοδεύσει αυτήν την περίοδο εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας (που, ουσιαστικά, παραμένει αδιευκρίνιστο αλλά δεν είναι της παρούσης η προσπάθεια διάγνωσης). Πραγματοποιείς την περιοδεία έτσι κι αλλιώς; Παρακολουθείς την πορεία της υγείας του αρχηγού και περιμένεις να γίνει καλά για να ξεκινήσεις τις εορταστικές εκδηλώσεις; Η πρώτη επιλογή είναι και η πιο διχαστική για τους οπαδούς. Σίγουρα αρκετοί, παρά το τίμιο εισιτήριο, προτίμησαν να μην παραστούν στο live απόντος του ηγέτη, θεωρώντας πως θα έβλεπαν τους Candlemass Epic Tribute Band. Μπορεί κιόλας - μιλώντας εντελώς υποθετικά - η περιοδεία να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση των νοσηλείων του Edling. Από την άλλη, όσοι παραβρέθηκαν σίγουρα δεν το μετάνιωσαν, καθώς οι Candlemass βρέθηκαν σε εξαιρετική φόρμα και, αναμενόμενα, ακούστηκαν πολλά αγαπημένα κομμάτια. Η δεύτερη επιλογή θα λυπούσε φυσικά πολύ κόσμο, αλλά πιστεύω πως θα γινόταν σεβαστή από το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών, τουλάχιστον από όσους διαθέτουν κοινό νου. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε πλήρως πως οι ρομαντικές εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί για συγκροτήματα των οποίων τα μέλη βιοπορίζονται πλέον από τη μουσική…
Αφού προβληματιστήκαμε περί τα διαδικαστικά, μπορούμε πλέον να αντιμετωπίσουμε το live ως αυτόνομη εμπειρία. Και ως προς αυτήν, οι Candlemass τα κατάφεραν εξαιρετικά στην πολλοστή τους εμφάνιση μπροστά στο αθηναϊκό κοινό και στο πρώτο live της συγκεκριμένης περιοδείας. Έχοντας στη σύνθεσή τους 3 από τα 5 μονιμότερά τους μέλη (το κλασικό κιθαριστικό δίδυμο των Mappe Bjorkman/Lars Johannson και τον drummer Jan Lindh), φυσικά δεν μπορούσε να τεθεί θέμα συνοχής στο συγκρότημα. Στο μπάσο βρέθηκε, ως αντικαταστάτης του Edling, ο (κανονικά πληκτράς) Per Wiberg, του οποίου το καθαρό ξυρισμένο πρόσωπο δεν πρόκειται ποτέ να συνηθίσω, έχοντας προσωπικά συνδυάσει άρρηκτα το όνομά του με την εικόνα του την σπουδαιότερη εποχή των Spiritual Beggars - και φυσικά τη θέση-κλειδί των φωνητικών κατέλαβε ο Mats Leven, τακτικός συνεργάτης του Edling εδώ και 20 χρόνια σε διάφορα projects του, είτε αυτά λέγονταν Abstrakt Algebra, είτε Krux είτε πλέον Candlemass. Ο Leven κατέχει μία ιδιαίτερα ποιοτική και, όπως καταλάβατε, δοκιμασμένη φωνή που μπορεί να καλύψει το εύρος ήχων των Candlemass, αλλά και να διατηρήσει ένα επαγγελματικό προφίλ εκεί που ο προκάτοχός του Robert Lowe δεν τα κατάφερε (ποιος από τους παρόντες μπορεί να αμελήσει το γεγονός πως στην τελευταία εδώ συναυλία του με τους Σουηδούς ο, κατά τα άλλα αγαπημένος, τραγουδιστής των Solitude Aeturnus διάβαζε αρκετούς στίχους μέσα από το σκονάκι του…).
Το φρέσκο ακόμη Piraeus 117 Academy υποδέχτηκε 500-600 άτομα που απλώθηκαν σε ολόκληρο το χώρο, ώστε σε κανένα σημείο από αυτά που παρέχουν ευθεία οπτικής επαφή με την σκηνή να νιώθει πιεσμένος, χωρίς όμως να έχει και την αίθηση ότι ο κόσμος είναι αραιός. Εν αρχή, φυσικά, το Πένθιμο Εμβατήριο του Σοπέν παιανίζει από τα ηχεία στη διάσημη doom metal εκδοχή του Nightfall, οι μουσικοί βγαίνουν στην σκηνή με τελευταίο τον Mats Leven και εισαγόμαστε με το Prophecy στο Dark Reflections. Εκεί παίρνουμε και τα πρώτα ζωντανά δείγματα των δυνατοτήτων του Leven, όχι μόνο φωνητικά αλλά και επί σκηνής - διευκρίνιση: με τους Candlemass, καθώς τον έχουμε δει στην Ελλάδα ξανά π.χ. με τους Therion, τον Uli Jon Roth, τον Gus G αλλά και παλαιότερα με τον Yngwie Malmsteen στο Ρόδον. Ο Leven έχει μία δυναμική παρουσία και σκηνικά, καθώς τεντώνει συχνά τα άκρα του καταλαμβάνοντας χώρο στην σκηνή ενώ δε μένει στατικός σε ένα σημείο. Φυσικά όλα αυτά δεν θα μετρούσαν αν δεν υπήρχε η φωνή να κυριαρχήσει - μία φωνή με δική της προσωπικότητα που, παρότι έμεινε πιστή στις αρχικές ερμηνείες και δεν επιχείρησε να αλλάξει με δραστικό τρόπο τα κομμάτια, έμοιαζε να κάνει δικούς της τους κλασικούς ύμνους των Candlemass σε σημείο που να μην νοσταλγεί κανείς τον Messiah Marcolin. Διότι τα κολλήματα των Ελλήνων metal fans είναι γνωστά εδώ και χρόνια, όμως ευτυχώς, καθώς οι παλαιότερες γενιές οπαδών αφήνουν τη θέση τους στις νεότερες, οι οποίες έχουν προφανώς πολύ μεγαλύτερο εύρος ακουσμάτων και εκτός του μεταλλικού χώρου, οι μύθοι μένουν σίγουρα μύθοι, αλλά όσο μεγαλώνει η χρονική απόσταση από την τελευταία φορά που είδαμε ζωντανά τον Messiah και όσο οι μεταγενέστεροι τραγουδιστές τιμούν με τη φωνή και την παρουσία τους τις παλαιότερες εποχές, τόσο περισσότερο θα γίνεται συνείδηση στο κοινό πως η ζωή δεν σταματάει στους κλασικούς.
Εξυπακούεται πως, σε μία επετειακή περιοδεία και δη τριακονταετίας, αναμένονται να ακουστούν διαχρονικά classics απλωμένα σε μία συναυλία που στη χειρότερη θα ξεπερνάει το ψυχολογικό όριο της μιάμισης ώρας. Τα classics ήταν όντως εκεί, αν και βέβαια έλειψαν πολλά, αδύνατο να καλυφθούν έτσι κι αλλιώς, που ζητούνταν επίμονα από το κοινό (κλασικότερα παραδείγματα το Samarithan και το Demon’s Gate). Ανάμεσα στα Bewitched, Mirror Mirror, Under The Oak, At The Gallows End και Crystal Ball παρεισέφρυσαν ένα κομμάτι από το διχαστικό τότε Ancient Dreams (A Cry From The Crypt), ένα από το Chapter VI (The Dying Illusion) που μάλλον εκπληξούλα αποτέλεσε για όσους δεν είχαν μελετήσει τα setlist των προηγούμενων περιοδειών, δύο κομμάτια της εποχής Lowe (Emperor Of The Void και Prophet), Την τιμητική του είχε, βέβαια, το Epicus Doomicus Metallicus, του οποίου το logo δέσποζε ως backdrop σε όλο το live, με συνολικά 4 κομμάτια (αν και το Under The Oak πλησίασε περισσότερο τη μεταγενέστερη εκδοχή του Tales Of Creation), ενώ το σετ έκλεισε στο encore με τα A Sorcerer’s Pledge σε μία από τις καλύτερες εκτελέσεις που θυμάμαι και βέβαια το αργό, πονεμένο και βασανιστικό Solitude για το θριαμβευτικό κλείσιμο: Earth to earth, ashes to ashes and dust to dust. Έστω κι αν η προαναφερθείσα μιάμιση ώρα ξεπεράστηκε κατά μόλις λίγα λεπτά και όλοι παρέμειναν στις θέσεις τους μετά τον τελευταίο αποχαιρετισμό της μπάντας μέχρι να ανάψουν οριστικά τα φώτα του venue, το ζεστό και διαρκές χειροκρότημα στο τέλος, αλλά και η ενθουσιώδης διάθεση κατά την έξοδο, φανέρωναν πως το κοινό απόλαυσε τη συναυλία, ακόμη και αρχηγού απόντος. Άλλωστε αυτά τα πράγματα δεν πάνε με το κιλό...
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής