Κυριακή βράδυ έξω από την Death Disco η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι η συναυλία έχει ακυρωθεί χωρίς να το γνωρίζω. Απόλυτο σκοτάδι και έργα κατά μήκος του δρόμου. Οι φόβοι εξαφανίζονται όταν από την πόρτα του club εμφανίζεται ένας άνδρας που μετά από ένα σύντομο διάλογο μου εξηγεί ότι είναι ο καλλιτέχνης που ανοίγει την αποψινή συναυλία.
Τα φώτα άναψαν, ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται και ένας-ένας πήραμε τις θέσεις μας στο χώρο. Στο εσωτερικό είχαν τοποθετηθεί καρέκλες, κάτι απόλυτα ταιριαστό με το είδος της συναυλίας, που έμοιαζε περισσότερο ένα μουσικό ταξίδι συναισθημάτων και εικόνων παρά μια σειρά εκτελεσμένων κομματιών.
Χωρίς καμία καθυστέρηση άνοιξε η αυλαία και εμφανίστηκε στη σκηνή ο άνθρωπος με τον οποίο είχα μιλήσει, ο Huge Dwarf (παρά το όνομα είναι Έλληνας). Μια πολύ ευγενική παρουσία, μια κιθάρα, ένας υπολογιστής και η φωνή του ήταν αρκετά για να γεμίσουν τη σκηνή του Death Disco.
Το live άνοιξε με το Something, το οποίο έδωσε στο κοινό ένα πρώτο δείγμα του ήχου του Huge Dwarf, για να περάσουμε αμέσως μετά στο ονειρικό και μελαγχολικό Away. Και τα δύο αυτά κομμάτια με έκαναν να θαυμάσω την εκφραστικότητα της κιθάρας. Ακολούθησε το Your Look που, όπως και τα προηγούμενα είχε έναν πολύ έντονο blues συναίσθημα και, εδώ, είχα πια να θαυμάσω όχι μόνο την υψηλή δεξιότητα στη κιθάρα και την πολύ προσωπική ερμηνεία στα φωνητικά. Κάπου εκεί, χωρίς να το καταλάβουμε, φτάσαμε στην τελική τριάδα κομματιών (Illusions, Feel Free και It’s Easy). Το τέλος του σετ του Huge Dwarf μας βρήκε ενθουσιασμένους: Εξαιρετική τεχνική, εναλλαγές και πλούσιο συναίσθημα ήταν αυτά που μας προσέφερε το εξαιρετικά καλό αυτό οpening act , ό,τι έπρεπε δηλαδή για να περάσουμε στον Jozef Van Wissem.
Μικρό διάλειμμα για ανασυγκρότηση και κουβέντα με τους θαμώνες, κυρίως για το πώς ανακάλυψε ο καθένας τον Ολλανδό λαουτιέρη. Η συντριπτική πλειονότητα, αναμενόμενα, τον ανακάλυψε από την συμμετοχή του στο soundtrack του Only Lovers Left Alive του Jim Jarmusch, μία ταινία στην οποία πραγματικά η μουσική και η εικόνα αλληλοσυμπληρώνονται σε ένα ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο σύνολο.
Η αυλαία άνοιξε για την δεύτερη πράξη του έργου, για να εμφανιστεί μπροστά μας ο αγέρωχος, μακρυμάλλης, μαυροντυμένος Ολλανδός Jozef Van Wissem. Χωρίς να χρειαστεί να πει τίποτα ξεκίνησε να παίζει και η ψυχή μας γέμισε από τις νότες που έβγαιναν από το λαούτο του. Και, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, ακόμη και όταν κούρδιζε το λαούτο, ο ήχος που έβγαζε σου έδινε την αίσθηση ότι συνεχίζει να παίζει κανονικά.
Η ακουστική του χώρου ήταν ένα εξαιρετική και αυτό έκανε ακόμη πιο έντονη την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ο Jozef Van Wissem, ο οποίος έπαιζε τα κομμάτια του με απόλυτη ακρίβεια, ακολουθώντας με θρησκευτική ευλάβεια τις ηχογραφημένες εκτελέσεις τους, λες και κάποιος είχε βάλει το βινύλιο να παίζει.
Παραδομένος πλέον στους ήχους του λαούτου ξαφνιάστηκα βλέποντας τον καλλιτέχνη να σηκώνεται από την καρέκλα, να απομακρύνεται από το κέντρο της σκηνής και να βάζει το λαούτο στη θήκη του. Για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι θα επικρατήσει πανικός – το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν οι παριστάμενοι σε αυτήν ειδικά την συναυλία ήταν ένα πρόωρο τέλος. Η καρδιά μας πήγε στην θέση της όταν εν τέλει διαπιστώσαμε ότι απλά σηκώθηκε για να βγάλει το σακάκι του. Χωρίς να χρονοτριβεί άλλο, πήρε το λαούτο ξανά στα χέρια του, κάθισε και πήρε μπροστά του το μικρόφωνο. Άλλη μία έκπληξη: ο Jozef Van Wissem τραγουδάει!
Θα ήταν ψέμα να έλεγα ότι τα κομμάτια που είχαν φωνητικά με ικανοποίησαν, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι έβγαζε την ψυχή του στο μικρόφωνο. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, όλως παραδόξως τα κομμάτια αυτά είχαν έναν πιο εύθυμο χαρακτήρα από τα ορχηστρικά.
Μικρό το κακό: Μετά το τέλος του σετ, το οποίο περιείχε επιλογές από όλη την δισκογραφία του καλλιτέχνη, περιλαμβανομένων φυσικά και των συνεργασιών του με τον Jim Jarmusch, ήμουν σε θέση να πω με ασφάλεια ότι υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες που δημιουργούν ατμοσφαιρική μουσική, αλλά είναι βέβαιο ότι ελάχιστων το έργο μπορεί να συγκριθεί με αυτό τον σκοτεινό και μοναχικό ήχο που βγαίνει από τις χορδές του λαούτου του Jozef Van Wissem: μια βαριά ατμόσφαιρα, συγχρόνως ένα ντελίριο από εικόνες και ανομολόγητα συναισθήματα, ταξιδεύουν όποιον την ακούσει σε σκοτεινά, άγνωστα μονοπάτια της ψυχής.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μαλαφής