Σάββατο βράδυ στο Ίλιον Plus, το οποίο έχω την εντύπωση ότι είμαι ο τελευταίος που επισκέπτεται από την παρέα του Soundgaze, για να σας μεταφέρω, όπως και οι υπόλοιποι, ότι πρόκειται για έναν όμορφο, αλλά κυρίως λειτουργικό συναυλιακό χώρο στο κέντρο της Αθήνας. Το διαπιστώνω αμέσως την στιγμή που μπαίνω, για να ακούσω – για πολλοστή φορά αλλά δεν βαριέμαι! – τους Dustbowl, οι οποίοι πρόκειται να παρουσιάσουν τον καινούριο τους δίσκο The Great Fandango, για τον οποίο σας γράψαμε πρόσφατα. Ελεύθερη είσοδος, καθώς το συγκρότημα θέλει η όλη παρουσίαση να εξελιχθεί σε ένα πάρτυ μεταξύ όχι μόνο φίλων και γνωστών, αλλά και όσων άλλων θα έχουν την όρεξη και το κέφι να παραβρεθούν για να γνωρίσουν το συγκρότημα. Το καλό αυτό σχέδιο μοιάζει αρχικά καταδικασμένο σε αποτυχία, διότι ούτε οι Dustbowl (ούτε και κάποιος από εμάς τους υπόλοιπους, φυσικά) έχει υπολογίσει την εσπευσμένη ψήφιση ασφαλιστικού/φορολογικού κλπ και την ακινητοποίηση των μέσων μαζικής μεταφοράς εξ αυτού του λόγου. Παρ’ όλα αυτά, όσο περιμένουμε να αρχίσει το live, όλοι μοιάζουν να βρίσκονται σε καλή διάθεση, με πρώτο-πρώτο τον Alex K., ο οποίος έχει αναλάβει τα decks και μας προσφέρει ένα πολύ ενδιαφέρον d.j. set, με αισθητικό άξονα την country, ακολουθώντας το γενικότερο ύφος της μπάντας.
Ευτυχώς την ώρα που οι Dustbowl ανεβαίνουν στην σκηνή, συνεπικουρούμενοι από τον Πάνο Πρίφτη στα δεύτερα φωνητικά (η Τζένη Καπάδαη μας την «έσκασε», αφού είχε άλλη υποχρέωση εκείνη τη βραδιά), ο κόσμος έχει πυκνώσει σημαντικά, χωρίς να έχει δημιουργηθεί φυσικά το αδιαχώρητο, το οποίο υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα ήταν δεδομένο. Ατυχία, φυσικά, αλλά, ουδέν κακόν αμιγές καλού, αφού όσοι είμαστε εκεί έχουμε το πλεονέκτημα μίας σχετικής άνεσης κινήσεων, χωρίς την άσχημη αίσθηση που σου δίνει ένας άδειος χώρος. Κοινώς, όλα πάνε εν τέλει καλά...
Για να γίνουν ακόμα καλύτερα, όπως διαπιστώσαμε από την πρώτη κιόλας νότα του υπέροχου instrumental Land Ends από τον προηγούμενο μεγάλο δίσκο των Dustbowl Goin’ Down. Αυτό το όμορφο μελαγχολικό κομμάτι που κλείνει το μάτι στους Calexico, ήταν όσο χρειαζόταν να ακούσουμε για να διαπιστώσουμε ότι απέναντί μας είχαμε μία φοβερά δεμένη μπάντα όπως πάντα, για να τα λέμε όλα, σε μεγάλα κέφια, που, σε αντίθεση με κάποιες άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, είχε συμμαχό της και τον πολύ καλό ήχο του venue. Και αυτό δεν άλλαξε καθ’ όλη την διάρκεια του live. Έτσι, μπορέσαμε να ακούσουμε χωρίς να χάσουμε νότα τα υπέροχα solos του συνήθη υπόπτου Νίκου Φυσάκη, αλλά, σε λιγότερες περιπτώσεις και του Mike Δρεμέτσικα, που είναι πιο μετρημένος σίγουρα, αλλά to the point (που λένε και στο χωριό μου) και το εκπληκτικό pedal steel του Γιάννη Χουστουλάκη. Και αυτά, πριν καν λυθούν πλήρως οι μουσικοί και αρχίσουν να κάνουν το «κάτι παραπάνω» (βλ. παρακάτω).
Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στο νέο δίσκο, μοιραία και αποζημιώνει όλους όσοι αποφάσισαν να αποτολμήσουν μία τόσο δύσκολη μέρα να έρθουν στο Ilion Plus (ο Πάνος Μπίρμπας από σκηνής μας ευχαρίστησε πάρα πολλές φορές και, θα ακουστεί ίσως υπερβολικό, αλλά προσωπικά το εκτίμησα απίστευτα). Δύσκολα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει κάποιο κομμάτι, όλα παίχτηκαν άψογα και με το απαραίτητο κέφι. Θα πρέπει να κάνω μία εξαίρεση για το Linger On, πανέμρφο μέσα στην απλότητά του, με φωνητικά που βγαίνουν μέσα από την καρδιά και τις συνήθεις υπέροχες κιθάρες να μας ταξιδεύουν. Πολύ καλό και το Don’t Let The Fascists Drag You Down, που και λόγω της όλης θεματολογίας μπορεί να εξελιχθεί σε crowd pleaser, παρά το ότι ως κομμάτι δεν έχει τα στοιχεία αυτά που θα το καθιστούσαν το rock anthem που τραγουδάνε μπροστά σε παραληρούντα πλήθη διάφορα ιδρωμένα είδωλα (ευτυχώς – μισώ τα παραληρούντα πλήθη και ακόμη περισσότερο τα ιδρωμένα είδωλα...).
Όμως, το έχω γράψει ξανά, ακόμα και τώρα πια που οι Dustbowl μουσικά φαίνεται έστω και πρόσκαιρα να βγήκαν από το βάλτο και τα blues του και να έβαλαν τα μαύρα κοστούμια και τις στοιχειωμένες ιστορίες των ειδώλων τους στις ντουλάπες τους, για να στραφούν στον Neil Young, τον Townes Van Zandt, τον Gram Parsons και τους Band (μεταξύ άλλων πολλών, αλλά αντιλαμβάνεστε την διαφοροποίηση), όμως έχουν πολύ rock ενέργεια μέσα τους, η οποία βγήκε στο γκαζωμένο Stain Of Care, στην απίθανη εκτέλεση του Bread And Soil (ανώτερη του δίσκου!), και φυσικά στο Lay Me Down Easy που άλλωστε είναι και από τα πιο δυνατά κομμάτια του δίσκου. Το τελευταίο το ακούσαμε με το ψυχεδελικό τελείωμα που δεν περιλαμβάνεται δυστυχώς στην εκτέλεση του LP. Και είναι δύσκολο να μην δεις μέσα σε όλα αυτά ότι όλο το συγκρότημα παίζει ανταλλάσσοντας χαμόγελα, δείχνοντας με κάθε τρόπο ότι περνάει καλά.
Η συνέχεια μας επιφυλάσσει μία ενδιαφέρουσα εκπληξη με την μορφή δύο καινούριων κομματιών, τα οποία το συγκρότημα μας πληροφορεί ότι θα κυκλοφορήσουν αργότερα σε single και αφορούν σε ένα από τα (πολλά, δυσβάστακτα πολλά) προβλήματα των ημερών, το προσφυγικό. The Boat είναι το πρώτο, παλαιότερη σύνθεση του Πάνου Μπίρμπα, την οποία συνεισέφερε με τον ερχομό του στους Dustbowl. Όμορφο κομμάτι, που έχει κάτι από παλαιούς Walkabouts. Τhe Refugee τιτλοφορείται το δεύτερο και είναι μία παραλλαγή του κλασικού I Fought The Law των Bobby Fuller Four (όχι, δεν το έγραψαν οι Clash!). Στην συνέχεια όμως το πρόγραμμα επανέρχεται στον καινούριο δίσκο, το ομότιλο κομμάτι το οποίο παίζεται με ένταση πολύ μεγαλύτερη της στούντιο εκδοχής του υπό τα ενθουσώδη χειρόκροτήματα του κοινού, που πιστεύει, δίκαια, ότι αποτελεί ένα από τα highlights αυτής της νέας δουλειάς.
Κάπου εκεί περάσαμε σε παλαιότερα κομμάτια (μου άρεσε πολύ το Cherry Wine), αλλά και διασκευές: το Harvest Moon του Neil Young μου άρεσε πολύ, ακόμη περισσότερο το Dead Flowers των Rolling Stones (είναι τυχαίο ότι ο Dan Stuart επέλεξε να διασκευάσει στην πρόσφατη συναυλία του το ίδιο κομμάτι;), όπως και το Billy (ποιο νούμερο από όλα τα Billy, ειλικρινά δε θα καταφέρω να θυμηθώ ποτέ!) του Bob Dylan, σε μία πιο πρωτόγονη, γκαραζίστικη ας την πούμε σχηματοποιημένα εκτέλεση, που έκλεισε και το set. Και σε αυτό το τελευταίο μέρος της συναυλίας ήταν που είδαμε τον Νίκο Φυσάκη και τον Γιάννη Χουστουλάκη να λύνονται πλήρως και να αυτοσχεδιάζουν, με λίγα λόγια να το διασκεδάζουν ακόμα περισσότερο από ό,τι ήδη διασκέδαζαν. Και το κοινό βεβαίως, στο οποίο περιλαμβάνονταν όλοι οι απαραίτητοι φίλοι και γνωστοί που γνώριζαν τα κομμάτια, συμμετείχε ενθουσιωδώς από την αρχή μέχρι το τέλος (ποιος τους αδικεί; οι Dustbowl “σκότωναν”).
Επίλογος: Περιδιαβαίνοντας σήμερα, πρωί Δευτέρας τον ηλεκτρονικό μουσικό Τύπο, διαπίστωσα το αναμενόμενο, ότι δηλαδή πολλοί παραληρούν για την συναυλία του Steven Wilson. Στην συναυλία αυτή δεν πήγα, τον έχω δει δύο φορές στην ζωή μου και θεωρώ ότι είναι υπερ αρκετό. Δεν μπορώ όμως παρά να σταθώ στην αβυσσαλέα διαφορά που χωρίζει μουσικούς (έστω και μεγάλους) σαν και αυτόν, με μουσικούς σαν τους Dustbowl. O πρώτος, παγιδευμένος σε έναν ακαδημαϊσμό, μία τεχνοκρατική προσέγγιση ακόμα και όταν το concept του δίσκου του μοιάζει ανθρώπινο, επιζητεί το μεγαλοπρεπές, αρέσκεται σε πράγματα που έχουν επικές διαστάσεις. Μέγα πλήθος, μέγα πάθος, μέγιστος θαυμασμός, τρεις-τέσσερις ώρες διάρκειας η συναυλία κλπ. Οι δεύτεροι, παίζουν μπροστά στους φίλους τους, δίνοντας την ψυχή τους και, προφανώς άνευ οικονομικού ανταλλάγματος. Ξέρω ότι η πλειονότητα των συντακτών του Soundgaze και όχι μόνο θα διαφωνήσει (εδώ έχουμε δημοκρατία άλλωστε, όλοι γράφουμε ό,τι πιστεύουμε!), αλλά νομίζω ότι είναι αχρείαστο να πω ποια ήταν για εμένα πραγματικά η συναυλία αυτού του τριημέρου. Το rock’n’roll δεν έγινε αυτό που έγινε λόγω της τεχνικής αρτιότητας και των μεγάλων shows. Έγινε αυτό που έγινε όταν κάποιοι τύποι αποφάσισαν να μιλήσουν μέσα από την καρδιά τους για όσα νιώθουν, με τρόπο άμεσο, κατανοητό, αληθινό. Οι Dustbowl ονομάζουν αυτό Μother Earth Rock. Εγώ (το έχω ήδη πει), απλώς Καλή Μουσική!
Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης / Φωτογραφίες: Shanti Thomaidi