Kάποια χρόνια πριν είχα γράψει ακούγοντας την προηγούμενη μεγάλη κυκλοφορία των Dustbowl και έχοντάς τους δει φυσικά ήδη τότε κάμποσες φορές επί σκηνής, για το κοσμικό λάθος που προσγείωσε αυτή την ιδιότυπη παρέα όχι κάπου στον αμερικανικό Νότο όπου μοιάζει να ανήκει, αλλά στα μέρη μας. Το κοσμικό αυτό λάθος εκ της επαναλήψεως αποδεικνύεται ότι δεν είναι λάθος, σύμπτωση ή οτιδήποτε άλλο αναγόμενο περισσότερο στην μεταφυσική, αλλά η πραγματικότητα. Συγχρόνως είναι ευτύχημα.
Βλέπετε, από το 2006 που οι Dustbowl σχηματίστηκαν, δεν έπαψαν να μας προσφέρουν απλόχερα καλή, προσεγμένη μουσική, αλλά το κυριότερο, μουσική παιγμένη με ψυχή, με αγάπη αλλά και γνώση. Εδώ που, όπως και αλλού, για να μην είμαστε άδικοι, συχνά βλέπουμε να ανθούν οι λεγόμενοι «δήθεν», διάφοροι τυχάρπαστοι καιροσκόποι της Τέχνης, τα μέλη των Dustbowl, με όχημα το ίδιο αυτό το συγκρότημα, αποφάσισαν να κάνει το αυτονόητο, που όμως τελικά όμως μόνο αυτονόητο δεν είναι: να είναι ο εαυτός τους.
Μπορεί ο μέσος ακροατής, ακόμη και ο υποψιασμένος, να αντιδράσει στο άκουσμα ότι οι Dustbowl παίζουν στην πραγματικότητα, alt country (ή americana αν προτιμάτε, η ορολογία είναι παντελώς αδιάφορη), μπολιασμένη βέβαια με μπόλικο αμερικάνικο rock. Ξεπερασμένο ιδίωμα θα μπορούσε κανείς να πει, όμως εδώ και χρόνια πολλοί εκπρόσωποί του ανά τον κόσμο δρέπουν δάφνες (κάποιες φορές, αλλά ευτυχώς όχι πάντα αδικαιολόγητα). Ξένο προς εμάς εδώ τους περήφανους Έλληνες, θα μπορούσε να πει κάποιος άλλος, όμως ούτε αυτό θα άντεχε στην κριτική, διότι όσο ξένη είναι η country άλλο τόσο είναι και το stoner rock, το metal ή η indie pop, έτσι δεν είναι; Προσωπικά προτιμώ να διαγράψω κάθε τέτοια δεύτερη σκέψη γράφοντας το αυτονόητο, αυτό που προκύπτει αμέσως και αβίαστα από την ακρόαση και του Great Fandango, όπως και όλων των προηγουμένων ηχογραφήσεών τους: οι Dustbowl είναι πραγματικοί τεχνίτες της alt country, από αυτούς που δίνουν στο ιδίωμα νόημα, υπόσταση και λόγο ύπαρξης και το ίδιο θα συνέβαινε αν είχαν γεννηθεί όχι εδώ που ζούμε όλοι εμείς, αλλά δίπλα από οποιοδήποτε σκονισμένο αμερικάνικο highway.
Αυτό όμως που οι Dustbowl κάνουν στο Great Fandango, προς τιμήν τους, για ακόμα μία φορά ξεφεύγει από την πεπατημένη των προηγουμένων κυκλοφοριών τους. Αυτή την φορά δεν ακούμε με τόσο έντονο τρόπο την αρχετυπική, αναπόφευκτη φυσικά επιρροή του Johnny Cash, ούτε τους βλέπουμε να λοξοκοιτάνε προς τα rock’n’roll, ακόμη και garage μονοπάτια του προηγούμενου (φοβερού) Goin’ Down. Αντίθετα, τους βλέπουμε να φιλτράρουν με έναν πιο ήπιο τρόπο κάποιες από αυτές τις επιρροές, βγάζοντας πιο έντονα στην επιφάνεια άλλες όπως τον Neil Young, για παράδειγμα. Και το αποτέλεσμα για ακόμη μία φορά τους δικαιώνει. Έτσι, πλάι στα υπέροχο ομότιτλο, το οποίο μας φέρνει στο μυαλό τους Green On Red στα πιο ταξιδιάρικά τους, ακούμε τα θαυμάσια Linger On και Don’t Let the Fascists Drag You Down που μοιάζουν να οφείλουν περισσότερα στον μεγάλο Καναδό, αλλά και στον Townes Van Zandt, χωρίς φυσικά να μιλάμε για αντιγραφή, αλλά για έμπνευση, επιρροή. Ακούμε όμως και πιο ορθόδοξα country κομμάτια όπως τα Heavy Chain Ball και Bread And Soil (ας τα πούμε έτσι καταχρηστικά, άλλωστε το δεύτερο ανεβάζει σύντομα ταχύτητα και ένταση), αλλά και το Strain Of Care που φέρνει στο μυαλό τους Long Ryders. Το μίγμα αυτό οι ίδιοι το ονομάζουν «Mother Earth Rock». Επιτυχής ο χαρακτηρισμός, υπό την έννοια ότι ο όλος ήχος είναι πράγματι γήινος και έχει μπόλικο rock μέσα του, όμως εγώ προτιμώ απλώς να πω για άλλη μία φορά ότι είναι καλή μουσική.
Όπως και να έχει οι συνθέσεις του δίσκου είναι στο σύνολό τους ιδιαίτερα αξιόλογες, ενώ, για όσους γνωρίζουν για τι ακριβώς μιλάω, δεν αποτελεί κάποιο ιδιαίτερο νέο το ότι εκτελεστικά το συγκρότημα κινείται σε εξαιρετικά επίπεδα. Έτσι, σε όλη την διάρκεια της ηχογράφησης απολαμβάνουμε το pedal steel του Γιάννη «John Hardy» Χουστουλάκη, ο οποίος υπογράφει και την πολύ προσεγμένη, μεστή παραγωγή, την όπως πάντα πολύ ουσιαστική, ποιοτική αλλά και φορτισμένη συμβολή του Νίκου Φυσάκη στην κιθάρα (αξίζει να ακούσετε των «διάλογο» των δύο τους μαζί με τον τρίτο, επίσης καλό κιθαρίστα της μπάντας Mike Δρεμέτσικα στο αρκετά δυνατό Lay Me Down Easy, που αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου), αλλά και ένα πολύ δεμένο rythm section που έχει «γράψει χιλιόμετρα» και το δείχνει συνεχώς (Λυδία Γραμματικού στο μπάσο και Γιώτης Πετρέλης στα ντραμς). Ακούμε όμως και την θετική συμβολή του νέου μέλους της παρέας Πάνου Μπίρμπα στα φωνητικά. Γιατί, μπορεί η χροιά και η ερμηνεία του να μην υπακούν στα στερεότυπα του είδους, όμως αυτό όχι μόνο δεν λειτουργεί αρνητικά, αλλά αντίθετα θετικά. Στην πραγματικότητα έρχεται να τονίσει ότι το συγκεκριμένο σχήμα μπορεί να ενσωματώνει στην μουσική του τα στερεότυπα που συχνά υπαγορεύουν οι επιρροές του με την ίδια άνεση που τα αναιρεί. Μαζί με αυτούς βεβαίως έχουμε την συνδρομή της πολύ αγαπητής σε εμάς εδώ στο Soundgaze Τζένης Καπάδαη στα φωνητικά μαζί με τον Πάνο Πρίφτη, και του Γιάννη Μαρίνη στα πλήκτρα, άρα ένα σύνολο «γεμάτο», πλούσιο, αλλά όχι φορτωμένο, αποτέλεσμα των πραγματικά δουλεμένων ενορχηστρώσεων.
Μία από τα ίδια λοιπόν από τους Dustbowl, θα έλεγα με μία δόση διαστροφής, αφού, όπου «ίδια» μπορείτε να γράψετε ένας πολύ αξιόλογος στο σύνολό του δίσκος, από αυτούς που ακούγονται το ίδιο καλά στην στούντιο εκδοχή τους, όσο και επί σκηνής, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πρόσφατα στο Americana Session Vol. II, αλλά θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε (θα πήγαινα στοίχημα) στην επίσημη παρουσίαση του στο ILION Plus αυτό το Σάββατο 7 Μαϊου (εκεί θα είμαστε και θα σας τα γράψουμε, φυσικά).
8/10