Ήρθε και για μας η ώρα για την πρώτη μεγάλη συναυλία μετά τη θέσπιση κυβερνητικών μέτρων για την ασφαλή διεξαγωγή τους. Αναφορικά με την τήρηση των κείμενων διατάξεων, αποστάσεων κτλ, οι μεγάλες συναυλίες έχουν σαφείς διαφορές από αυτές σε μικρότερους χώρους, ευκολότερα ελεγχόμενους. Σε αυτήν την ιδιαίτερη συνθήκη, σύμφωνοι, για τους συναυλιόφιλους που έχουν μάθει στην ορθοστασία, στην κινητικότητα και στην ανταλλαγή ενέργειας με τους μουσικούς και το υπόλοιπο κοινό, το θέαμα θα μπορούσε να φαίνεται ως ακόμη και ξενέρωτο (δανείζομαι λέξη που άκουσα μεταξύ τυρού και αχλαδιού και δεν την υιοθετώ). Θα υπήρχε περίπτωση, λέτε, υπό άλλες συνθήκες ο Παύλος Παυλίδης να επέλεγε ολόκληρη Τεχνόπολη (της οποίας η σκηνή, παρεμπιπτόντως, έχει αλλάξει θέση για να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες) για να παρουσιάσει με την ενεργό συνδρομή του εργασιομανούς Φώτη Σιώτα για πρώτη φορά ένα ήρεμο, στη βάση του ακουστικό (ή έστω χαμηλών εντάσεων) project που συνήθως αποδίδει καλύτερα σε έναν μικρότερο, πιο ζεστό χώρο, με το κοινό σε ελάχιστη απόσταση να αναπνέει μαζί με τον καλλιτέχνη; Θα ξαναζήσουμε τέτοιες στιγμές σίγουρα, αργά ή γρήγορα, αλλά προς το παρόν θα πρέπει κι εμείς ως κοινό να προσαρμοστούμε στα επιδημιολογικά δεδομένα της εποχής. Το παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Παυλίδης από σκηνής: εδώ συνηθίζαμε να ιδρώνουμε και να χορεύουμε μαζί τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά ακόμη και έτσι του άρεσε ο τρόπος που συμμετείχε το κοινό, έστω κι αν όλοι πρέπει να εκπλαγήκαμε όταν, δύο μάλιστα φορές, μας επέπληξε (με γλυκύτατο τρόπο, εννοείται - δεν είναι δα ο Michael Gira!) που τα χειροκροτήματά μας δεν ακολουθούσαν το ρυθμό και δεν βοηθούσαν την εκτέλεση του κομματιού.
Μεταξύ όλων αυτών, συνέβη και μία συναυλία… Στα αριστερά ο (γενεθλιάζων την Τετάρτη) Φώτης, στα δεξιά ο Παύλος και έτσι λιτά ξεκίνησε το live με την Ελλάδα, τραγούδι που σε άλλες εποχές έκλεινε κάποιες συναυλίες του Παυλίδη, όμως δυστυχώς παραμένει επίκαιρη στον στίχο της. Λόγω της ακουστικής φύσης του εγχειρήματος προφανώς προτιμήθηκαν οι πιο ήρεμες στιγμές της δισκογραφίας του Παυλίδη, ειδικά δε το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ μετά τα Σπαθιά (Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα) τιμήθηκε περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα. Ακούσαμε και ένα υπέροχο καινούργιο τραγούδι (πού στο setlist αναγραφόταν ως Έλα), το οποίο σε αντίστοιχη μορφή είχαμε ακούσει και στο quarantine live stream πριν κάποιες εβδομάδες, αυτή τη φορά όμως με πιο πλούσια ενορχήστρωση χάρη στις εμπνεύσεις του Σιώτα. Οι πιο ηλεκτρικές στιγμές του live, όταν δηλαδή ο Παυλίδης άφηνε τα πλήκτρα και έπιανε την ηλεκτρική κιθάρα για κάποιο δραστήριο κομμάτι, ήταν επίσης εναρμονισμένες στο ήρεμο κλίμα - αν και βέβαια το Όσο Μικραίνω ή το Πάρε Με Μαζί Σου προέκυψαν αρκούντως θορυβώδη τηρουμένων των αναλογιών. Σε κάποια τραγούδια η συμμετοχή του κοινού ήταν λίγο μεγαλύτερη από ότι σε άλλα, όπως π.χ. στο Μόχα, όπου ο Παυλίδης εμπιστεύτηκε μερικές ατάκες σε όσους τραγουδούσαν εν χορώ.
Ίσως κάποιες εκτελέσεις, όπως το Λιωμένο Παγωτό και το Γκραν Οτέλ, να μην είχαν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης ή τέλος πάντων να μην πέτυχαν τον στόχο τους. Να σημειωθεί βέβαια πως στο Λιωμένο Παγωτό, που όπως καταλαβαίνετε είχε και το ρεκόρ περισσότερων σηκωμένων κινητών στη συναυλία, ο Φώτης Σιώτας έδωσε ένα μοναδικό ρεσιτάλ παραγωγής ήχων και συχνοτήτων. Όχι ότι στα υπόλοιπα κομμάτια δεν αναλάμβανε με επιτυχία τη δημιουργία ηχοτοπίων ως one-man-band, αλλά στο συγκεκριμένο κομμάτι ειδικά ήταν εντυπωσιακός. Καλοδεχούμενη η προσθήκη του Ευαίσθητου Ληστή των Χατζιδάκι/Γκάτσου στο set, που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται εδώ και χρόνια μέσα στις αξιομνημόνευτες εκτελέσεις των ακουστικών συναυλιών του Παυλίδη. Θα περιμέναμε ίσως κάποιες πιο τολμηρές επιλογές και από πιο πρόσφατους δίσκους, όπως βέβαια και κάποια εκπροσώπηση του υλικού όπου συμμετέχει/τραγουδά ο Σιώτας και θα μπορούσε να εμπλουτίσει ακόμη περισσότερο το πρόγραμμα. Απλές παρατηρήσεις τα παραπάνω σε ένα πρόγραμμα που υποθέτουμε πως βρίσκεται υπό διαμόρφωση για τις επερχόμενες παραστάσεις του καλοκαιριού, αλλά και του Σεπτεμβρίου, όπως ακούσαμε ανεπίσημα αναμένοντας επιβεβαίωση από τα επίσημα δελτία τύπου.
Να τα λέμε και να τα γράφουμε, όπως συζητούσαμε με άτομα του “συναφιού” μετά τη συναυλία: αυτήν την στιγμή οι συναυλίες (τουλάχιστον σε Τεχνόπολη, Βεάκειο, Νιάρχο όπου έχουμε ιδία ή έτερη γνώση) είναι ό,τι πιο ασφαλές επιδημιολογικά υπάρχει αυτήν την στιγμή - και αυτό όπως γίνεται κατανοητό αποτελεί οργανωτικό άθλο. Ας μεταφέρουμε εδώ την εμπειρία μας από τη συγκεκριμένη συναυλία στην Τεχνόπολη. Οι διατάξεις όπως ανακοινώθηκαν τηρήθηκαν στο ακέραιο, οι αποστάσεις (αν και με κάποια υπερβολή στα τραπέζια πίσω, θα μου επιτρέψετε να πω) τηρούνταν απαρέγκλιτα, η είσοδος και η έξοδος έγινε με μάσκα και χωρίς προβλήματα, το προσωπικό μας οδήγησε ευγενικά στη θέση μας και γενικώς φαινόταν έτοιμο να εξυπηρετήσει. Ούτε από το κοινό παρατηρήσαμε ιδιαίτερες παρεκτροπές, πράγμα που σημαίνει είτε πως το κοινό είναι μουδιασμένο ακόμη, είτε πως έχει εξοικειωθεί και συμφιλιωθεί σε ένα βαθμό με την κατάσταση (έχουν περάσει 5 γεμάτοι μήνες, παρεμπιπτόντως…). Γενικώς εισπράξαμε μία πολιτισμική εικόνα, μέρος της οποίας χρειαζόμαστε και μετά το πέρας της υγειονομικής αυτής περιπέτειας. Αν και η όλη κατάσταση περιείχε, αναγκαστικά, τόσα πολλά στοιχεία που παρέπεμπαν σε (χαλαρές, για να μην παρεξηγηθούμε) κινηματογραφικές δυστοπίες, που πραγματικά ανυπομονούμε για την πρώτη μεγάλη ανοιχτή συναυλία με παλαιούς “όρθιους” όρους, αλλά και την γνώση που μας προσφέρουν τα έκτακτα δεδομένα αυτής της περιόδου.
Κείμενο, Σκέψεις, Coronavirus blues: Μιχάλης Κουρής