Ήταν περίπου αναμενόμενο. Ένα από τα κορυφαία indie pop σχήματα που μεσουράνησε στη δεκαετία του ’90 θα προσέλκυε ανθρώπους που εκείνη την εποχή ήταν στα φοιτητικά τους χρόνια. Μοιραίο ήταν, λοιπόν, η συναυλία των Saint Etienne να θυμίζει κάτι από reunion ξεχασμένων φίλων που έχουν να βρεθούν εδώ και δύο δεκαετίες. Πράγματι, όσοι σύχναζαν τότε στο Avant Garde, ή στο Mad και βρέθηκαν στο Fuzz για να δουν τους Saint Etienne συνάντησαν πολλούς παλιούς γνώριμους.
Ωστόσο, η βραδιά δεν θύμισε μόνο old school indie party, καθώς παρακολουθήσαμε κάτι περισσότερο από μια απλή συναυλία. Οι Saint Etienne παρουσίασαν στο πολυπληθές αθηναϊκό κοινό που σχεδόν γέμισε το Fuzz ένα δίπτυχο που αποτελούνταν από τη ζωντανή εκτέλεση του soundtrack μιας ταινίας ντοκυμαντέρ με θέμα το μεταπολεμικό Λονδίνο και από ένα mini greatest hits της μπάντας.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο σπουδαίος Paul Kelly δημιούργησε το 2013 την ταινία How We Used to Live που παρουσίαζε τη ζωή στο Λονδίνο από το 1950, έναρξη λειτουργίας του βρετανικού κράτους πρόνοιας, μέχρι και το 1980, όταν ο νεοφιλελεύθερος οδοστρωτήρας της Θάτσερ άρχισε να διαλύει τα κοινωνικά αγαθά. Για την ταινία χρησιμοποιήθηκαν εικόνες από το αρχείο της βρετανικής κυβέρνησης. Το soundtrack της ταινίας έγραψε ο Pete Wiggs των Saint Etienne. Τόσο η ταινία όσο και το OST έλαβαν εγκωμιαστικές κριτικές.
Οι Saint Etienne αποφάσισαν, επιλέγοντας την Ελλάδα ως τον πρώτο τους συναυλιακό προορισμό μετά από αρκετούς μήνες, να κάνουν κάτι διαφορετικό. Να παίξουν ζωντανά τη μουσική της ταινίας, εγχείρημα αρκετά δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς τους τεχνικούς περιορισμούς ενός συναυλιακού χώρου. Όμως, παρά το γεγονός ότι το project θα λειτουργούσε καλύτερα σε ένα θέατρο, ή γενικά σε κάποιο χώρο καθήμενων, η μουσική κάλυψη ήταν εξαιρετική με τους νοσταλγικούς, αιθέριους ήχους που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην trademark synth pop του γκρουπ και σε μια πιο ambient αισθητική να συνοδεύουν ιδανικά τις εικόνες ενός Λονδίνου που δεν υπάρχει πια.
Μετά την 70λεπτη παρουσίαση του soundtrack, η 8μελής μπάντα (8 μέτρησα εγώ, ελπίζω να μη μου ξέφυγε κάποιος) ανέβηκε στη σκηνή με τη γλυκύτατη Sarah, κομψή και αέρινη και φορώντας ένα καουμπόικο καπέλο, να ανακοινώνει παιχνιδιάρικα ότι το arty κομμάτι της βραδιάς τελείωσε (προφανώς συνειδητοποίησε ότι το κοινό δεν απαρτιζόταν ιδιαίτερα από …σινεφίλ) και ότι θα ξεκινούσε το party! Όπως είχαν δεσμευτεί στην επίσημη σελίδα τους στο facebook, θα έκλειναν τη βραδιά με ένα μικρό greatest hits set. Και το πάρτυ όντως ξεκίνησε. Only Love Can Break Your Heart, Like a Motorway, Nothing Can Stop Us, He’s on the Phone, You’re in a Bad Way, Hobart Paving ήταν κάποια από τα highlights του 50λεπτου set του συγκροτήματος. Με εντυπωσίασε η κρυστάλλινη φωνή της Sarah Cracknell που ακουγόταν αλώβητη από το χρόνο. Πρέπει επίσης να τονίσω πως, επειδή είναι ελάχιστες οι synth pop μπάντες που κατορθώνουν στα live τους να ακούγονται δεμένες και μουσικά συμπαγείς, οι Saint Etienne κέρδισαν έναν επιπλέον πόντο στην εκτίμησή μου (τους κάνω δύο τους πόντους για το σχόλιο της Sarah που εν μέσω χειροκροτημάτων εξέφρασε την ικανοποίησή της για την πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα!).
Σίγουρα για ένα κομμάτι του κοινού, η παρουσίαση του soundtrack της ταινίας ήταν μια «βαριά» επιλογή και το σχετικά μικρό set άφησε την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Σε σχετική ερώτησή μου προς τη Sarah μετά τη συναυλία για το μέγεθος του set ήρθε η απάντηση με αφοπλιστική ειλικρίνεια “But we’re exhausted” (λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η μπάντα έπαιζε επί δύο ώρες περίπου)! Πρόσθεσε, επίσης, πως το αθηναϊκό κοινό την έκανε να αισθάνεται σαν στο σπίτι της.
Όσοι βρέθηκαν στο Fuzz το Σάββατο για να δουν τους Saint Etienne παρακολούθησαν ένα πρωτότυπο και υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνικής αρτιότητας event. Ναι, δεν ήταν το τυπικό live, αλλά είχε τη δική του λογική. Κι όποιος έκανε τον κόπο να σκεφτεί για ποιο λόγο οι Saint Etienne ήρθαν στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και παρουσίασαν ζωντανά το soundtrack μιας ταινίας με έντονα φορτισμένο πολιτικό περιεχόμενο, θα έπρεπε να αισθάνεται ευγνώμων που ξένοι καλλιτέχνες (διότι οι περισσότεροι από τους εγχώριους στα χρόνια της κρίσης κάνουν επιδεικτικά τουμπεκί) έρχονται εδώ και προσφέρουν ένα ηχηρό statement συμπαράστασης.
Και για να επανέλθω στο αρχικό μου σχόλιο, τα reunions είναι ξεχωριστά. Τόσο επειδή βλέπεις με χαρά και έκπληξη ανθρώπους που είχες να δεις πολύ καιρό, όσο και επειδή σε κάνουν να αντιλαμβάνεσαι με ωμό τρόπο ότι τα χρόνια πέρασαν. Τα reunions είναι μια γλυκόπικρη εμπειρία. Ακριβώς σαν τη μουσική των Saint Etienne.
Κείμενο: Γιώργος Χριστόπουλος / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής


