Την περιμέναμε πολύ αυτή τη συνέντευξη με τους Bazooka, αυτή είναι η αλήθεια. Ο καινούριος δίσκος τους «Άχρηστη Γενιά» μας έχει αφήσει ομαδικά άφωνους στο Soundgaze (διαβάστε εδώ τι είχαμε γράψει για το άλμπουμ). Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο σχήμα έχει πλέον αποκτήσει σημαντική διεθνή εμπειρία (ούτε για ποδοσφαιριστές να μιλάγαμε!) μας παρείχε ένα έξτρα κίνητρο να κάνουμε μία κουβέντα μαζί τους. Και η κουβέντα έγινε πριν από κάποιες μέρες στο Barrett με μπόλικη διάθεση για πλάκα, κέφι και αρκετή μπύρα, δηλαδή όπως πρέπει.
Οι Bazooka συναντήθηκαν με τους υπογράφοντες και τον Παναγιώτη Μαλαφή (επί των φωτογραφιών). Πρώτος εμφανίστηκε ο χαμογελαστός και ενθουσιώδης Ξάνθος, πολύ λίγο αργότερα ο Γιάννης και ο Βασίλης (μοναδικός απών ο Άρης, ο μπασίστας της μπάντας), όλοι σε καλή διάθεση όπως και εμείς. Αφού εξασφαλίσαμε το ζύθο ημών το επιούσιον, η κουβέντα ξεκίνησε με την απολύτως αναμενόμενη απορία: Τι είναι αυτό που έκανε τους Bazooka έχοντας ήδη υπογράψει με την αμερικάνικη Slovenly και έχοντας πλέον αποκτήσει διανομή εκτός Ελλάδας, να «το γυρίσουν» σε ελληνικό στίχο; «Ήταν κόλπο από την αρχή! Να κάνουμε έναν δίσκο στα αγγλικά και μετά τους τον φέρουμε αλλιώς στον δεύτερο» απαντά γελώντας ο Ξάνθος. Η ιδέα του ήρθε όταν το συγκρότημα βρισκόταν σε περιοδεία στην Αμερική. Εκεί ήταν που του φάνηκε παράταιρο το γεγονός ότι, σε αντίθεση με όλους τους ντόπιους, οι Bazooka συνεννοούνταν μεταξύ τους στα ελληνικά, όταν όμως ανέβαιναν στην σκηνή τραγουδούσαν στα αγγλικά. «Γιατί όχι Ελληνικά;» αναρωτήθηκε. Για να συμπληρώσει: «Και όντως αφού καταφέραμε να κάνουμε περιοδεία στο εξωτερικό και να βγάλουμε δίσκο σε αμερικάνικη εταιρεία, είναι ακόμα πιο γαμάτο». Παράλληλα μας εξηγούν ότι ανέκαθεν άκουγαν μπάντες με ελληνικό στίχο, οπότε είχαν ένα ακόμα λόγο να θέλουν να το δοκιμάσουν και οι ίδιοι, ήρθε δηλαδή φυσιολογικά
Καλά το κοινό όμως πως το πήρε; Αναρωτιόμαστε εμείς. Η απάντηση στο ερώτημα από τον Γιάννη, το λιγότερο διασκεδαστική: «Σε όλη την περιοδεία το κοινό τραγουδούσε ελληνικά!». Μας εξηγεί ότι το κοινό τραγουδούσε ό,τι έπιανε το αυτί του, χωρίς φυσικά να ξέρει λέξη ελληνικά. Απίστευτο, λέμε εμείς γελώντας, αλλά ο Ξάνθος και ο Γιάννης μας προσγειώνουν και, έχουν δίκιο: αυτό δεν διαφέρει σε τίποτα με ό,τι κάναμε όλοι μας μικροί. Ακούγαμε ένα κομμάτι που μας άρεσε και το τραγουδούσαμε αμέσως, χωρίς να καταλαβαίνουμε καλά-καλά τι λένε οι στίχοι. Όμως ούτε η Slovenly (η εταιρεία τους) είχε πρόβλημα. Ο Ξάνθος μας εξηγεί ότι δεν θυμάται να τους έχει πει σε κάποια συζήτηση ότι ο δίσκος θα είναι στο σύνολό του στα ελληνικά. «Βασικά στείλαμε τον δίσκο κατευθείαν και ήταν στα ελληνικά». Μήπως τελικά ήταν και λίγο κόλπο όλο αυτό; Ίσως, αλλά έπιασε, αφού τόσο η Slovenly όσο και η booking agency ενθουσιάστηκαν. Άλλωστε η όλη ιδέα είναι κοντά στο προφίλ της Slovenly, η οποία έχει υπογράψει πολλές μπάντες από την Ευρώπη προσθέτει ο Γιάννης. Και όλο αυτό έρχεται ακριβώς στο σημείο που πολλές ελληνικές μπάντες αρχίζουν να ξανασκέφτονται το θέμα των στίχων και να αντιμετωπίζουν τα ελληνικά λιγότερο καχύποπτα, μετά από ένα διάλειμμα από τα μέσα των 90s πάνω-κάτω. Άλλωστε και το κοινό, που πήγαινε παλιά σε συναυλίας συγκροτημάτων όπως οι Τρύπες, το είχε ανάγκη.
Και η συζήτηση συνεχίζει για την περιοδεία των Bazooka στην Ευρώπη από την οποία γύρισαν πριν από τρεις περίπου εβδομάδες. Μας εξηγούν ότι έπαιξαν στην Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία και Αγγλία με τον παλιό καλό rock’n’roll τρόπο. Ένας μήνας με βαν, 28 live, με πολύ λίγες διακοπές ενδιάμεσα, παίζοντας σε κάθε πόλη με τοπικές μπάντες ή άλλες μπάντες που βρίσκονταν σε περιοδεία. Και βέβαια τα ευτράπελα δεν έλλειψαν, αφού το βαν χάλασε την τελευταία εβδομάδα στην Βρετάνη, την μέρα του Καθολικού Πάσχα. Το βαν πήγε για επισκευή αλλά, όπως φαίνεται η βόρεια Γαλλία διαφέρει λιγότερο από τα μέρη μας από όσο φανταζόμαστε, αφού τρεις μέρες αργότερα το συνεργείο τους εξήγησε ότι ήθελε άλλες δέκα μέρες μέχρι να έρθει το ανταλλακτικό και να γίνει η επισκευή (διαστημόπλοιο να ήταν πιο γρήγορα θα ήταν έτοιμο!). Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα επόμενα 3.500 χιλιόμετρα έγιναν με τρένα και λεωφορεία και, φυσικά με δύο-τρεις ώρες ύπνο την ημέρα! Τα πράγματα που βρίσκονταν στο βαν επιστρέφουν εντός των ημερών για την ιστορία! «Δεν χάσαμε ούτε ένα live» μας λένε περήφανα ο Ξάνθος με τον Γιάννη. Όσο για τα venues, αυτά ήταν όλων των ειδών: από μπαρ, καταλήψεις και μικρές αίθουσες των 150 ατόμων μέχρι μεγαλύτερα venues των 500 ατόμων. Και η προσέλευση, απόλυτα ικανοποιητική. Και όλο αυτό έκλεισε μέσω booking agency. Κοινώς, αν θέλεις πραγματικά να το κάνεις, θα τα καταφέρεις να το κάνεις!
Και η κουβέντα κατευθύνεται στην «Άχρηστη Γενιά». Σημειώνουμε ότι αυτό που μας έκανε εντύπωση από την πρώτη ακρόαση ήταν το περιεχόμενο των στίχων. Εκεί τα παιδιά διευκρινίζουν ότι δεν έχουν απαραίτητα πολιτικό υπόβαθρο αλλά φέρουν έντονα το στοιχείο της ειρωνίας, με αυτοαναφορική μάλιστα διάθεση. Για το ομώνυμο κομμάτι, προσθέτουν ότι πολλοί το βρίσκουν πολύ οικείο, σαν να μιλάει για τον καθένα ξεχωριστά. Το συγκεκριμένο τραγούδι μάλιστα υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία όλου του δίσκου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι κινείται γύρω από μια κοινή θεματική. Με δεδομένο όμως ότι όλες οι συνθέσεις γράφτηκαν την ίδια εποχή διαθέτουν σαφώς συνοχή. Επισημαίνουμε τότε ότι ο ήχος τους ήχος τους έχει εξελιχθεί σημαντικά από το post hardcore - noise (ειδικά στα live) ύφος του ντεμπούτου ΕΡ τους και έχει μπολιαστεί με ψυχεδελικά στοιχεία (άλλωστε η δισκογραφική τους στο sticker του cd τους περιγράφει ως psychpunk μπάντα) Αυτό τους δίνει την αφορμή ώστε να ξεκαθαρίσουν ότι από δίσκο σε δίσκο διαφοροποιούν το στυλ τους γιατί όπως λέει χαρακτηριστικά ο Ξάνθος «βαριόμαστε να παίζουμε συνεχώς το ίδιο πράγμα» ενώ προσθέτει ότι έχουν μεγάλη γκάμα επιρροών και κυρίως τους ενδιαφέρει να αποκτήσουν το δικό τους ξεχωριστό στίγμα.
Μετά από ένα μεγάλο διάλλειμα στο οποίο ο Παναγιώτης και ο Γιάννης συζητούν για την τεράστια αγάπη τους για τους Wipers απευθύνουμε τον λόγο στο λιγότερο ομιλητικό Βασίλη ζητώντας να μάθουμε πως προέκυψε το σχήμα με τους δύο drummer με το οποίο εμφανίζονταν ζωντανά παλαιότερα. Η εξήγηση απλή ως πιστιρικάδες στο Βόλο έπαιζαν σε δυο ξεχωριστά γκρουπ και όταν αποφάσισαν ουσιαστικά να συγχωνευτούν σε μια μπάντα (που εξελίχθηκε στους Bazooka) για να μην μείνει κάποιος μουσικός εκτός προέκυψαν οι δυο drummer στο συγκρότημα. Βεβαίως για να λειτουργήσει όλο αυτό στην αρχή ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο, στη συνέχεια ο ένας εκ των δυο drummer αποχώρησε, ωστόσο αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνεργαστούν ξανά στο μέλλον, αφού «γουστάρουν» το διπλό drumming.
Βεβαίως επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο, αλλά αντίθετα απαιτείται πολύ δουλειά για να επιτύχεις κάτι σημαντικό, τα παιδιά μας εξηγούν ότι κάνουν πρόβα 4 φορές την εβδομάδα, κάτι που είναι απαραίτητο για να είναι η μπάντα «σφιχτή» και για να έχει ένα επίπεδο αυτό που παρουσιάζουν. Παράλληλα οι τέσσερις μουσικοί συμμετέχουν και σε άλλα σχήματα (γνωστότερο των οποίων οι Gay Anniversary) αφού όπως τονίζουν τους αρέσει να παίζουν συνεχώς μουσική. Η επόμενη ερώτηση αναμενόμενη: «αισθάνεστε ότι υπάρχει η αίσθηση της «σκηνής» στα νέα εγχώρια συγκροτήματα»; Η απάντηση καταφατική. Η αλληλεπίδραση και η «δικτύωση» μεταξύ των μουσικών δημιουργεί την αίσθηση αυτή στην πράξη.
Κατόπιν ο Γιάννης προσθέτει ότι πέραν του ελληνικού στίχου και η ίδια η μουσική τους έχει έστω και υπογείως έντονες επιρροές από την πλούσια ελληνική μουσική, ο ίδιος άλλωστε δηλώνει λάτρης του ρεμπέτικου, την απλότητα του οποίου υιοθετούν και στη στιχουργία τους. Ο Ξάνθος εξηγεί τη δυσκολία του να κολλήσουν οι στίχοι πάνω στη μουσική και την πολλή δουλειά που απαιτήθηκε για να το επιτύχει. Βεβαίως το κεφάλαιο «αγγλικός στίχος» δεν έχει κλείσει, για την ακρίβεια δεν έχουν καν αποφασίσει τη γλώσσα του επόμενου δίσκου, εξάλλου δεν προσχεδιάζουν τίποτα, αφήνουν το ίδιο το υλικό να τους καθοδηγήσει. Τέλος όταν η όταν η κουβέντα φτάνει στα πρώτα ακούσματα που τους καθόρισαν η απάντηση είναι ομόφωνη: Nirvana!
Αφού βγάλαμε μερικές φωτογραφίες στα στενά του Ψυρρή, αποχαιρετήσαμε τα παιδιά ανανεώνοντας το ραντεβού για το επόμενο live τους. Αυτό που μας έμεινε από τη κουβέντα μαζί τους ήταν ότι συναντήσαμε μια παρέα από νέα παιδιά προσηλωμένα στη μουσική, που κάνουν απλώς αυτό που γουστάρουν (και το κάνουν πολύ καλά!). Έχουμε βάσιμες ελπίδες να περιμένουμε σπουδαία πράγματα από αυτούς στο μέλλον!
(Απών από τη φωτογραφία του Παναγιώτη Μαλαφή ο μπασίστας Άρης Ράμμος)
Δύο νύχτες μετά τη συνέντευξη, ο εκ των υπογραφόντων Παναγιώτης Γαβρίλης μπαίνει σε ένα ταξί. Ο ταξιτζής, μεγάλης ηλικίας ακούει στο ραδιόφωνο την αναμετάδοση μίας παλιάς, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας συνέντευξης του Μίκη Θεοδωράκη. Ο οδηγός αποδεικνύεται ιδιαίτερα συμπαθής και καλλιεργημένος και, η κουβέντα μοιραία κατευθύνεται στην ελληνική μουσική. Ο υπογράφων του λέει ότι αυτή την στιγμή υπάρχει φοβερή άνθιση στην τοπική rock/pop σκηνή. «Γνώρισα ένα από αυτά τα παιδιά που μου λες» απαντά. «Τον είχα πάρει κούρσα ένα βράδυ, είχε μαζί του και μία κιθάρα και πήγαινε για πρόβα. Μου είπε ότι με το συγκρότημά του παίζει στο εξωτερικό και θέλει να το κάνει όλο και περισσότερο. Πιο πολύ από όλα όμως μου έκανε εντύπωση ο ενθουσιασμός αυτού του παιδιού, τον ένιωθες αυτό τον ενθουσιασμό». Ο Παναγιώτης Γαβρίλης που έχει αρχίσει πλέον να ψυλλιάζεται του ζητά το όνομα «Bazooka», απαντά ο οδηγός και από την περιγραφή φαίνεται ότι μάλλον ήταν ο Ξάνθος. «Σου λέω, μου έκανε φοβερή εντύπωση»! Και εμάς το ίδιο, αγαπητέ, και εμάς το ίδιο!
Κείμενο - Ερωτήσεις: Παναγιώτης Γαβρίλης – Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος