Πιθανότατα οι Black Angels από την πρώτη στιγμή που μαζεύτηκαν σε κάποιο ανήλιο κατώγι του Τέξας, το μόνο πράγμα που είχαν να στο μυαλό τους να παίξουν ήταν ένα Death Song και τίποτα άλλο (για να συμπληρωθεί και ο τίτλος του κομματιού των Velvets, από όπου προέρχεται και το όνομά τους), ένα trip, όχι τόσο στις πύλες της αντίληψης (για να θυμηθούμε τον Aldous Huxley), αλλά περισσότερο στην σκοτεινή πλευρά της Αμερικής και πιο πέρα, στην σκοτεινή πλευρά της ίδιας της ύπαρξης. Κανείς επομένως δεν εντυπωσιάστηκε από τον τίτλο της νέας δουλειάς τους. Όμως όσο άνετος και αν θέλεις να το παίξεις, όταν σε χτυπά το πρώτο fuzz του Currency, ξεχνάς τίτλους, θεωρίες και τα τοιαύτα, γιατί απλούστατα, αυτό το κράμα anthemic rock και psych αισθητικής είναι από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει εδώ και χρόνια.
Οι εκπλήξεις όμως δεν σταματούν εδώ. Αυτό που οι Black Angels κατόρθωσαν είναι στην ουσία να επανεφεύρουν το εαυτό τους. Δεν σημαίνει αυτό ότι έπαψαν να είναι ό,τι όλοι ξέραμε, μπροστάρηδες αυτής της σύγχρονης νεοψυχεδελικής σκηνής. Σημαίνει ότι την πολυσυλλεκτικότητα του μουσικού τους υβριδίου, που πάντοτε υπήρχε, για να τονίζει το «νέο» στο νεοψυχεδελικό τους ολοκαύτωμα, την πάνε εδώ πολύ πιο μακριά. Αν στις τελευταίες ηχογραφήσεις τους ακούσαμε περισσότερο έντονα τα «πειραγμένα» 60s που τόσο τους συναρπάζουν, εδώ έχουμε πλέον μία σωρεία επιρροών που μετουσιώνονται σε ιδέες με τρόπο προφανώς αβίαστο και εδώ κρύβεται η μεγαλύτερη επιτυχία της όλης ηχογράφησης. Έτσι, το δυναμικό acid blues I’d Kill For Her συμπληρώνεται με ένα πολύ πιο σύγχρονο, με κρυμμένες πινελιές alternative rock ρεφραίν. Στο Grab As Much (As You Can), από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου, το psych rock τους στηρίζεται σε ένα beat που πιο πολύ παραπέμπει στο kraut, ενώ το ρεφραίν μάλλον μας φέρνει new wave ακούσματα στο νου. Και όμως, όλο αυτό δεν «νοθεύει» τον καλειδοσκοπικό χαρακτήρα του κομματιού ούτε στο ελάχιστο. Κοντά σε αυτά, φυσικά, έχουμε και τυπικά (τρόπος του λέγειν, φυσικά) δείγματα του ιδιώματος, όπως το υποχθόνιο I Dreamt, ένα δείγμα εφιαλτικά «μαύρης» σχεδόν ψυχεδέλειας με εκπλητική rhythm section, που περνά με άνεση από τους Jefferson Airplane στους West Coast Pop Art Experimental Band, δοσμένο όμως σε ένα πιο ογκώδες, σύγχρονο ηχητικά περιτύλιγμα.
Η παράδοση συναντά το μέλλον; Πιθανόν, αν και όλα αυτά πάνε περίπατο όταν κανείς ακούει τα slow κομμάτια του δίσκου, το Half Believing που μας φέρνει στο μυαλό τον Eugene Edwards (όχι, δεν υπερβάλλω) και το Medicine, που ηχεί σαν να βγήκε από το Las Vegas Story των Gun Club. Δεν έχουμε ξανακούσει τους Black Angels να παίζουν ακριβώς έτσι και, πιστέψτε με, τους πάει. Όμως, το βαρύ, bluesy στην βάση του Commanche Moon, το χαμένο στην αντήχηση Death March, αλλά και το πνιγμένο στο reverb, μανιασμένο John Lee Hooker on acid r’n’b, ανακατεμένο με παραμορφωμένο psychobilly του Medicine, μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα (αν και η χρήση της λέξης όταν κανείς μιλά για άλμπουμ των Black Angels ακούγεται τουλάχιστον ειρωνική): Ακούμε πάντα το μεγαλύτερο psych rock σχήμα των ημερών μας, χωρίς αμφιβολία. Το μελωδικό Life Song που κλείνει τον δίσκο δεν ανακατεύει ξανά την τράπουλα μουσικά. Ίσως η δραματική μελωδία με την αντίστοιχη ερμηνεία του Maas δεν είναι κάτι που έχουμε συνηθίσει από τους Τεξανούς, όμως εδώ οι κλασικές psych επιρροές είναι σαφείς. Όπως και να έχει, τόσο τα φωνητικά όσο και τα ορχηστρικά μέρη του κομματιού είναι πανέμορφα, ιδιαίτερα υποβλητικά, με αποτέλεσμα αυτό το outro να μοιάζει κάπως με statement, με μία τελική επίδειξη δύναμης.
Όσο για τον Alex Maas, αυτός ακούγεται ωριμότερος από ποτέ. Η ερμηνεία του ξεφεύγει από το μίγμα Jeffrey Lee Pierce σε κατατονία και Grace Slick (πάντα με εντυπωσίαζε πόσο η φωνή του τον βοηθά στο τελευταίο). Ο τρόπος που διαχειρίζεται τα φωνητικά του είναι απλώς απίστευτος, για την αίσθηση της μελωδίας, της ατμόσφαιρας, της κορύφωσης που τον χαρακτηρίζει. Όσο για τους υπόλοιπους, αξίζει να πούμε ότι παίζουν όλοι όλα τα όργανα, πάνω-κάτω και ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι κάνει αυτό στον ήχο, πολύ περισσότερο που αυτός ακούγεται πιο πλούσιος παρά ποτέ, κάτι που τονίζεται και από τις ενορχηστρώσεις που είναι αντίστοιχα πληθωρικές. Έγιναν οι Black Angels «έντεχνοι», μήπως; Ούτε στο ελάχιστο. Για να το θέσω ωμά, το Death Song είναι το bad trip που ο λάτρης οποιουδήποτε «έντεχνου» είδους χρειάζεται, μήπως και ξυπνήσει (ο ορισμός της φρούδας ελπίδας, μόλις συνειδητοποίησα).
Κατόπιν όλων αυτών, δεν χρειάζεται να πω ότι μιλάμε πιθανότατα για τον δίσκο της χρονιάς, αλλά και τον πληρέστερο, πλέον εμπνευσμένο δίσκο τους μετά τον Directions To See A Ghost, όμως το λέω, γιατί οφείλω να το πω. Η ιστορία των Black Angels όχι μόνο δεν σταματά εδώ, αλλά, τουλάχιστον με βάση την μουσική τους, άνετα μπορεί να πει κανείς ότι ξαναρχίζει.
9/10