Αναμφίβολα οι Belle & Sebastian αποτελούν κορυφαίο συγκρότημα της indie pop και έχουν χαρίσει στιγμές τρίλεπτης μαγείας στους πολυπληθείς fans τους. Από την άλλη μεριά, βέβαια, η τυποποίηση του ήχου τους με την εκνευριστική και επιτηδευμένη παραπομπή στην παιδικότητα, στη γλυκανάλατη αθωότητα και στην – τάχα μου - ευαισθησία (αμαρτήματα που κουβαλάει γενικά ο λεγόμενος twee ήχος) «γέννησαν» – για κακή μας τύχη – τις πρώτες ορδές των indie hipsters, ανθρώπων που προέκριναν την αισθητική από την ίδια τη μουσική, που θεωρούσαν ότι η «πασαρέλα» με το trendy νέο outfit στο trendy indie bar είναι πολύ σημαντικότερη από την ακρόαση ενός δίσκου.
Βέβαια, έχουν περάσει τα χρόνια και οι B&S, ειδικά μετά τη φυγή της Isobel Campbell, έχουν κάνει απόπειρες να αναμορφώσουν πτυχές του ήχου τους και να «ωριμάσουν». Το Girls in Peacetime Want to Dance είναι η πιο φιλόδοξη απόπειρα να εμφανίσουν κάτι διαφορετικό με την εισαγωγή αρκετών dance στοιχείων. Το The Party Line, πχ, είναι neodisco και θυμίζει την παρεμφερή απόπειρα των Arcade Fire με το Reflektor (βέβαια οι Καναδοί το έκαναν καλύτερα και πιο τολμηρά, ενώ η προσπάθεια των B&S είναι συμπαθής, αλλά μάλλον αναιμική). Το διασκεδαστικό europop Enter the Sylvia Plath θα σας θυμίσει αυτόματα το It’s a Sin των Pet Shop Boys και είναι ιδανικό για τα indie dancefloors (αν έχουν απομείνει τέτοια στην Αθήνα). Αξιόλογο είναι και το ντυμένο με διακριτικούς calypso ήχους Play for Today, ενώ το The Everlasting Muse είναι grand pop, έχει έναν καρνιβαλικό χαρακτήρα και εμπνέεται από τη θεατρικότητα του Marc Almond.
Εκεί που όμως οι B&S διακρίνονται είναι στις πιο τυπικές ποπ φόρμες τους. Το αυτοβιογραφικό Nobody’s Empire που ανοίγει το δίσκο είναι trademark σύνθεση του Stuart Murdoch, το απολαυστικό The Power of Three (στο οποίο αναλαμβάνει φωνητικά η βιολονίστρια Sarah Martin) είναι baroque pop που θα μπορούσε να έχει βγει από δίσκο των Camera Obscura και το Allie μας κάνει να νοσταλγούμε τις καλύτερες στιγμές του If You ’re Feeling Sinister.
Σε γενικές γραμμές το ένατο άλμπουμ της καριέρας των B&S είναι πολυσχιδές και ενδιαφέρον. Δεν σε αφήνει έκθαμβο, δεν σε κάνει όμως και να βαριέσαι, με την ποικιλία των ήχων να ξεπερνά τα όρια της τυπικής twee pop. Ο Ben H. Allen, γνωστός από τη δουλειά του με τους Animal Collective και τους Deerhunter, έδωσε συνοχή στις ετερόκλητες ιδέες του Murdoch, αλλά ένα editing θα ήταν αναγκαίο, καθώς τα περισσότερα τραγούδια είναι χωρίς λόγο μεγάλα σε διάρκεια. Το μεγαλύτερο, πάντως, κατόρθωμα των Belle and Sebastian με το Girls in Peacetime… είναι ότι κατορθώνουν να υπερβούν την περιοριστική φύση της τυπικής indie pop και να φλερτάρουν με πιο εμπορικές, χορευτικές φόρμες, χωρίς να γίνονται γραφικοί. Ίσως να είναι το καλύτερο άλμπουμ της ύστερης πορείας τους και είναι βέβαιο ότι οι αμετανόητοι poppers θα το ευχαριστηθείτε.
7,5/10