Τι μπορεί κανείς να πει για τους Pixies; Πως μπορεί να περιγράψει κανείς επαρκώς την πρώτη εντύπωση που προκαλούσε, την εποχή των παλαιών κυκλοφοριών τους στον ακροατή, αυτός ο απίθανος συνδυασμός pop, punk, surf, rock’n’roll, με τις τόσο πρωτότυπες συνθετικές ιδέες, αυτό το απίθανο ανακάτεμα του feedback και του μπάσου που σου κλωτσούσε σχεδόν το στομάχι με τις πιο αιθέριες μελωδίες που κανείς θα μπορούσε να φανταστεί; Και πόσο έξω από κάθε νόρμα ηχούσε ο ευτραφής τραγουδιστής, που μεταμορφωνόταν ανάλογα με τα κέφια του από χαμογελαστό τροβαδούρο σε εξαγριωμένο punk και αμέσως μετά σε έναν αλλόκοτο marriachi on acid, που πέταγε στίχους στα Αγγλικά και στα Ισπανικά, οι οποίοι σχεδόν ποτέ δεν έβγαζαν απόλυτο νόημα, αλλά πάντοτε ηχούσαν υπέροχοι; Και το πιο τρελό από όλα: αυτοί οι τύποι δεν ήταν τίποτα απρόσιτοι αστέρες, ντυμένοι σαν εξωγήινοι, αλλά έμοιαζαν ακριβώς σαν τους τρεις κολλητούς σου και την αδελφή ενός από αυτούς, που δεν την έβρισκες ωραία (γιατί δεν ήταν) αλλά πάντοτε σου άρεσε κρυφά. Δεν μπορούσες παρά να τους λατρέψεις τους Pixies!
Η επανεμφάνιση των Pixies στην δισκογραφία αποτελούσε, εντελώς αναμενόμενα, πρώτης γραμμής νέο. Όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, για τους ίδιους τους Pixies επρόκειτο για κλασική περίπτωση lose – lose situation: όταν τα ευφυολογήματα, που εκτόξευε ο Black Francis αντί απάντησης, στην σταθερά επαναλαμβανόμενη ερώτηση, αν οι Pixies θα ηχογραφήσουν νέο υλικό σώθηκαν, ο δρόμος προς το στούντιο ήταν μονόδρομος. Από την άλλη, πόσο συχνά έχει συμβεί συγκροτήματα που έρχονται να ηχογραφήσουν νέο υλικό, και μάλιστα μετά από δεκαετίες, να φτάνουν στο παλαιότερα επίπεδά τους ποιοτικά; Εκ του προχείρου μόνο οι Go Betweens μου έρχονται στο μυαλό. Από εκεί και πέρα, οι γνωστές ακρότητες του μουσικού Τύπου ήταν αναπόφευκτες. Άλλωστε, ποια καλύτερη ευκαιρία για τον μέσο συμπλεγματικό reviewer από το να μπορέσει να λιθοβολήσει ένα γκρουπ του μεγέθους των Pixies;
Και όμως, θεωρητικά υπάρχει τρόπος να είσαι αντικειμενικός σε τέτοιες περιπτώσεις (αν το θέλεις βέβαια): να αντιμετωπίσεις τον δίσκο σαν τον δίσκο πρωτοεμφανιζόμενου γκρουπ. Εν προκειμένω, να τον ακούσεις σαν να μην έχουν υπάρξει ποτέ στο παρελθόν Pixies. Θεωρητικό, όπως είπα, όλο αυτό, στην πραγματικότητα σχεδόν ανέφικτο. Το (όποιο) Indie Cindy έχει να αντιμετωπίσει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: Ό, τι και να γίνει, στην περίπτωσή του θα έλειπε το στοιχείο της έκπληξης. Πραγματικά, όσο και να προσπαθήσεις, δεν μπορείς να ξεχάσεις ότι όλο αυτό το έχεις ξανακούσει και, ναι, πιθανότατα καλύτερα. Άρα, δεν γίνεται να ενθουσιαστείς.
Είναι όμως τόσο άσχημα τα πράγματα; Όχι, καθόλου, αν το σκεφτούμε ψύχραιμα. Στο Indie Cindy, που συγκεντρώνει το υλικό τριών EP’s, που κυκλοφόρησαν οι Pixies τους τελευταίους μήνες, ανακαλύπτει κανείς πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές. Υπάρχουν μάλιστα τουλάχιστον δύο κομμάτια, που κάλλιστα θα εύρισκαν θέση είτε στο Bossanova είτε στο Trompe Le Monde: πρόκειται κατ’ αρχήν για το εξαιρετικό What Goes Boom με το κλασικό παιχνίδι της εναλλαγής έντασης – μελωδίας και το εξαιρετικό ρεφραίν με τις κοφτές φράσεις του Black Francis, που στα φωνητικά το «έχει» ακόμα. Είναι ακόμη το Bagboy που θυμίζει αρκετά στο ύφος το Dig For Fire. Πολύ καλό, όμως, είναι και το Jaime Bravo, που, μπορεί να μην είναι το νέο Velouria, αλλά είναι ένα πολύ αξιόλογο indie pop κομμάτι, όπως πραγματικά καλό είναι και το Snakes, που, περιέργως, περισσότερο μοιάζει με κομμάτι των Catholics (γκρουπ που σχημάτισε ο Black Francis μετά τους Pixies), παρά των ίδιων των Pixies. Καλή στιγμή αποτελεί και το ομότιτλο, όπου ο Black Francis θυμάται πόσο απροσδόκητα μπορεί να αναπτύξει μία σύνθεση: Ένα σχεδόν αφελές ερωτικό ρεφραίν παγιδεύεται σε ένα όργιο αλλαγών ύφους και ρυθμού παντελώς αταίριαστων σε πρώτη ανάγνωση με αυτό: ναι, είναι οι τυπικοί Pixies για άλλη μία φορά.
Φυσικά δεν είναι όλα τόσο ρόδινα. Κατ’ αρχήν υπάρχουν αρκετά κομμάτια που, χωρίς να είναι κακά, δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο. Όμως πολύ περισσότερο από αυτό το δίσκο λείπει αυτή η ιδιότυπη συνθετική παράνοια, που σου απαγόρευε να υποθέσεις ότι ένα τραγούδι, που ξεκινά με συγκεκριμένο τρόπο, θα καταλήξει αντίστοιχα (αλήθεια, πόσα θέματα υπάρχουν στο μετά βίας δίλεπτο Mr Grieves;). Λείπει αυτή η άγνοια κινδύνου των τότε νεαρών, που έκαναν στην μουσική τους ό, τι τους πέρναγε από το κεφάλι τους, αλλά συνήθως «έπιανε», γιατί απλούστατα είχαν τεράστιο ταλέντο, αλλά και ιδιαίτερη χημεία. Α, και μιλώντας για χημεία, φυσικά λείπει και η Κim Deal.
Όμως το αποτέλεσμα στο σύνολό του μόνο κακό δεν είναι και οι φίλοι του συγκροτήματος σίγουρα θα βρουν κομμάτια που θα τους αρέσουν (εγώ πάντως βρήκα!). Ο Black Francis εξακολουθεί να είναι φοβερός screamer, το εντελώς αναγνωρίσιμο συνθετικό του ύφος δεν έχει χαθεί, ενώ ο Joey Santiago μας χαρίζει κάποια ενδιαφέροντα κιθαριστικά θέματα και, σε τελική ανάλυση, μπορούμε να συζητάμε για πάντα για το τι θα προσθέσει το Ιndie Cindy στην κληρονομιά των Pixies, αλλά ποιο το νόημα; Κανένα, εκτός από την (αυτο)ικανοποίηση του υπερτροφικού εγώ εξυπνάκηδων δισκοκριτικών. Αγνοήστε τους!
7/10
Παναγιώτης Γαβρίλης