Πέμπτη, 10 Μαΐου 2018 15:22

Colosseum II – Wardance (Esoteric Recordings, 2018)

Written by 

Οι Colosseum II είναι ένα από τα συγκροτήματα που πρέπει αναμφίβολα να αναφέρει κανείς, αν προσπαθεί να ορίσει ή ακόμα και να διαφοροποιήσει το jazz rock από το progressive rock. Θα θυμάστε βέβαια ότι στις απαρχές του κορυφαίου αυτού μουσικού είδους και πριν ονομαστεί ακόμα progressive rock, οι περισσότεροι το αποκαλούσαν jazz rock. Κι αν μου επιτρέπετε, αυτό ήταν και είναι ορθότερο, τουλάχιστον για την πλειοψηφία των ανάλογων περιπτώσεων. Όχι τόσο επειδή οι μουσικοί που (ατύπως) ανήκαν στο χώρο ήταν πολύ ικανοί και γνώστες των οργάνων που έπαιζαν, όσο λόγω της λατρείας που έδειχναν στο μεγαλειώδες ιδίωμα της jazz. Η δε ειδοποιός διαφορά της δημιουργίας τους, όταν δεν είχε εμφανή jazz στοιχεία, είχε να κάνει με τον όλο μαγικό progressive τρόπο, πάνω στον οποίο «χτίζονταν» σταδιακά οι συνθέσεις. Έναν απίστευτα πολυεπίπεδο τρόπο, που έφερε στο φως μια πλευρά της rock που δε θα γεννιόταν ποτέ μέσα από τετράλεπτα κομμάτια.

Η ιστορία των Colosseum II, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό ακόμα και από κάποιον που δε γνωρίζει κάτι σχετικό με το συγκρότημα, σχετίζεται άμεσα με τους Colosseum. Αυτοί ήταν μια από τις πιο επιδραστικές Βρετανικές μπάντες του χώρου, η οποία αρεσκόταν να αυτοσχεδιάζει ελεγχόμενα, αναμειγνύοντας blues, rock και jazz στοιχεία και συμβάλλοντας έτσι στη «γέννηση» του jazz-progressive rock. Φτιάχτηκαν το 1968 με πρωτοβουλία του ντράμερ Jon Hiseman και του σαξοφωνίστα Dick Heckstall-Smith, που είχαν επίσης συνυπάρξει στους New Jazz Orchestra και τους The Graham Bond Organisation. Μετά τη διάλυσή τους, τα μέλη έπαιξαν σε σημαντικές μπάντες της εποχής, όπως τους Atomic Rooster, Humble Pie, Tempest και Greenslade. Όμως ο Hiseman, πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια από τη δημιουργία των Tempest, έφτιαξε το 1975 τους Colosseum II, για να επικεντρωθεί περισσότερο στο jazz rock fusion. Μαζί του έπαιξαν διάφοροι μουσικοί, μεταξύ των οποίων ο εξαιρετικός κιθαρίστας Gary Moore (Skid Row), ο κιμπορντίστας Don Airey (Hammer) και ο μπασίστας John Mole, οι οποίοι αποτελούν τη σύνθεση των Colosseum II στο Wardance (ο σωστός τρόπος αναγραφής είναι αυτός και όχι με ξεχωριστές τις λέξεις, όπως κάποιες φορές θα συναντήσετε). Το συγκρότημα τελικά διαλύθηκε τον Αύγουστο του 1978, αφού ο Moore γύρισε πίσω στον καλό του φίλο Phil Lynott στους Thin Lizzy και ο Airey έφερε στη μπάντα τον αδελφό του, αναχωρώντας για τους πολυαγαπημένους μου  Rainbow. Έτσι, ενώ τα σχέδια για κυκλοφορία τέταρτου δίσκου είχαν λάβει πρόωρα άδοξο τέλος, το Wardance έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα τους.

Αυτό το άλμπουμ κυκλοφορεί σε καινούργια re-mastered εκδοχή από τα πρωτότυπα master tapes του 1977, που ανήκουν στην MCA Records και μάλιστα για πρώτη φορά σε ψηφιακή μορφή στη Βρετανία, συνοδευόμενο από βιβλιαράκι με το αυθεντικό artwork, εκτενές κείμενο του Malcolm Dome και αποκλειστική συνέντευξη του Hiseman. Στο δίσκο αποτυπώνεται το ήδη καθιερωμένο σε όλα τα άλμπουμ των Colosseum II σκληρότερο ύφος, σε σχέση με το ατμοσφαιρικότερο των Colosseum. Η επιρροή του Gary Moore και ιδίως το βγαλμένο από τη Fender και τη Gibson πάθος του για τα blues, που αποτυπώθηκε γλαφυρά και στην προσωπική του καριέρα, ισορροπεί τις εμφανείς πολύχρωμες  jazz εμμονές των άλλων, με αποτέλεσμα μια πολύ ενδιαφέρουσα μείξη και αρμονικότατη συνύπαρξη φαινομενικά διαφορετικών μουσικών ειδών. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το μόνο τραγούδι με φωνητικά, το Castles, που αποτελεί τον αδύναμο κρίκο του δίσκου, μάλλον επειδή φτιάχτηκε για να γίνει το εισιτήριο της μπάντας για ευρύτερο ακροατήριο. Μπείτε όμως στο κλίμα αμέσως ακούγοντας τα εκτενή σόλο του The Inquisition, καθώς και την επική, με μεσαιωνικές επιρροές καθαρόαιμη jazz rock της φερώνυμης του δίσκου αρχοντικής σύνθεσης, που θυμίζει τις χρυσές σελίδες των Manfred Mann’s Earth Band. Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος εκπέμπει και το Fighting Talk, ενώ το funky touch του Major Keys μοιάζει αφομοιωμένο από τους Badbadnotgood και η όλη του δομή δε μπορεί να μη σας θυμίσει την κιθάρα του Andrew Latimer στο ντεμπούτο των Camel. Και μια και ο λόγος για τους Camel, θα πρέπει να σας πω ότι είναι πράγματι αξιοσημείωτες οι εκατέρωθεν επιρροές που μπορεί να διαπιστώσει κανείς μεταξύ των δύο αυτών συγκροτημάτων. Για παράδειγμα, στο Put it That Way, νιώθουμε να ακούμε κάτι από το I Can See Your House from Here των Camel, που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα, μόνο σε πιο jazzy διάθεση, ενώ η χωριζόμενη από ήχους καμπάνας «τριλογία» του StarMaiden / Mysterioso / Quasar, καθώς και το Last Exit μοιάζουν να επηρέασαν το ακόμα μεταγενέστερο Nude.

Η παραγωγή του δίσκου ανατέθηκε στο νεαρό και ταλαντούχο Martin Levan, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Jon Hiseman και έφερε κάποια μέλη της μπάντας σε επαφή με τον Andrew Lloyd Webber, με αποτέλεσμα τη συμμετοχή μελών των Colosseum II στο άλμπουμ του Variations (1978) και σε εκτενείς περιοδείες του. Όπως έχει δηλώσει ο Hiseman σε συνέντευξή του, τα τραγούδια του Wardance, λόγω αδυναμίας της μπάντας να δουλευτούν σύμφωνα με τα καθιερωμένα σε στούντιο, είχαν πάρει σχεδόν την τελική μορφή τους μέσα από τις περιοδείες του συγκροτήματος, οπότε η όντως επαινούμενη από όλους συνεισφορά του Levan εστιάστηκε κυρίως σε θέματα ήχου, παρά σε παρεμβάσεις στη δομή των συνθέσεων. Πράγματι ο δίσκος είναι σφιχτοδεμένος και βγαίνει «πεντακάθαρος», παρά τα τόσα χρόνια που έχουν περάσει, δείχνοντας αφενός την αναμφισβήτητη ποιότητα των εξαιρετικών μουσικών της μπάντας και αφετέρου ενός εγκεφαλικού μουσικού είδους που επρόκειτο να ξαποστάσει για κάμποσα χρόνια, ενώ η ισοπεδωτική ορμή του punk και ο ανέμελος ευδαιμονισμός της disco είχαν ήδη αρχίσει να εξαπλώνονται ραγδαία.    


Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα