Ομολογουμένως, τα 80s κρύβουν πολλές παγίδες. Όχι όμως κακές, αλλά καλές. Η κυριότερη από αυτές, για όσους τουλάχιστον τα έζησαν σε πραγματικό χρόνο, είναι εκείνη της νοσταλγίας. Μια νοσταλγία που αρχικά φαίνεται αθώα, αλλά, αν της το επιτρέψεις, μπορεί να αποδειχτεί πονηρή και να σε κατακυριεύσει. Τουλάχιστον μουσικά. Κι εδώ η μουσική είναι αυτό που δίνει το χρώμα στη ζωή μας. Τι χρώμα όμως είχαν τα 80s; Θα έλεγα γκρίζο. Εκείνο το ελαφρά μελαγχολικό και συνάμα αναγωγικό γκρίζο. Μόνο που το συναντούσες σε τόσο πολλές αποχρώσεις, που δε μπορούσες καν να είχες ποτέ φανταστεί ότι υπήρχαν. Κι αυτές οι αποχρώσεις ήταν αληθινά «πολύχρωμες». Με άλλα λόγια, επαναλαμβάνουμε αυτό που λέει κι ο στίχος: “…drink a toast to these hazy days”.
Νομίζετε πως μιλάμε για το παρελθόν; Σωστά νομίζετε. Μόνο που ταυτόχρονα δεν είναι δυνατό να μην κάνουμε λόγο και για το παρόν. Ακούστε το Love to Know και αυτόματα θα συμπληρωθούν τα κενά που αδυνατώ να εκφράσω με λέξεις. Αυτό συμβαίνει απλά και αβίαστα, διότι η πολύ καλή μουσική, όπως αυτή των Marine Girls, είναι ταυτόχρονα και διαχρονική. Κι αν σώνει και καλά ψάχνετε για μια αφορμή να το θυμηθείτε ή να το διαπιστώσετε, δε μπορώ να φανταστώ τίποτα καλύτερο από την two-fer κυκλοφορία του Lazy Ways / Beach Party.
Ύστερα από τόσα χρόνια, μάλλον είναι αδύνατο να κρύψω τη λατρεία μου για o,τιδήποτε περιλαμβάνει τον Ben Watt, την Tracey Thorn ή και τους δύο μαζί. Όχι πως είχα πρόθεση να το κάνω ποτέ, δηλαδή. Το αντίθετο! Άρα, εύκολα αντιλαμβάνεστε πόσο πολύ μου αρέσει η μουσική των Marine Girls, την οποία είχα τη χαρά να παρακολουθήσω στενά από τη στιγμή που πρωτοείδε το φως, λιώνοντας σόλες παπουτσιών καθώς τριγυρνούσα τα δισκοπωλεία για να βρω στους δίσκους «εισαγωγής» το Beach Party ή το Cant του Ben. Ήταν 1981 τότε και όλα ήταν αρκετά διαφορετικά. Βλέπετε; Κρατήθηκα και δεν είπα νοσταλγικά. Αν και ομολογώ ότι το σκέφτηκα…
Μεταφερόμαστε πίσω στο Hatfield λοιπόν, στο ξεκίνημα της πιο σημαντικής για την όσο πιο κυριολεκτικά γίνεται ανεξάρτητη μουσική, όπου η νροπαλή Tracey Thorn συμφωνεί με τη φίλη από το σχολείο Gina Hartman να φτιάξουν τις Marine Girls, στις οποίες αργότερα προστέθηκαν οι αδελφές Jane και Alice Fox. Η απολύτως εξαρτημένη από τη jazz indie pop μουσική τους αναδυόταν μέσα από μία υπερευαίσθητη laid back και d.i.y. ατμόσφαιρα, που έμελλε μαζί με τις αρκετές άλλες αντίστοιχες της εποχής να χαράξει ένα «νέο» εκφραστικό δρόμο και να προετοιμάσει το μεγαλείο των Everything but the Girl. Η μπάντα δεν είχε ντράμερ, επειδή τα κορίτσια… δε γνώριζαν κανέναν και αποφάσισε να πορευτεί έτσι κατά το μινιμαλιστικό πρότυπο των Young Marble Giants.
Ακόμα και σήμερα τα κορίτσια εξακολουθούν να ασχολούνται ενεργά με τις τέχνες: η Tracey ακολουθεί προσωπική μουσική καριέρα και είναι συγγραφέας, η Gina παίζει στους Fenestration με τον Mark Flunder (TV Personalities), ενώ η Alice και η Jane, όταν βρίσκουν χρόνο από τα διευθυντικά και διδακτικά τους καθήκοντα στο πανεπιστήμιο του Brighton, είναι visual και performance artists.
Το Lazy Ways / Beach Party αποτελείται από τα δύο μεγάλης διάρκειας άλμπουμ τους, που κυκλοφόρησαν το 1983 και το 1981 αντίστοιχα. Το ντεμπούτο Beach Party, που ο Kurt Cobain είχε καταγράψει στο ημερολόγιό του ως ένα από τα πενήντα καλύτερα άλμπουμ που είχε ακούσει, ηχογραφήθηκε σε ένα σπιτάκι κηπουρού από τον Pat Bermingham και κυκλοφόρησε αρχικά από την In Phaze Records, για να επανακυκλοφορήσει στη συνέχεια από την Whaam! Records του Dan Treacy (Television Personalities). Αντιπροσωπευτικά τραγούδια από το δίσκο είναι τα In Love, Fridays, All Dressed Up και Times We Used to Spend.
Τον Οκτώβριο του 1981 η μπάντα διασκορπίστηκε λόγω εισαγωγής των μελών της στο πανεπιστήμιο, με τη Thorn να μετακομίζει στο Hull και τις αδελφές Fox στο Brighton, ενώ η Hartman αποχώρησε από τη μπάντα, η οποία όμως δε διαλύθηκε, αλλά κατόρθωσε να ηχογραφήσει στην ήδη μεσουρανούσα Cherry Red Records το Lazy Ways τον Απρίλιο του 1983, που ψηφίστηκε από το ΝΜΕ στο #42 της λίστας "Albums of the Year" και ουσιαστικά κυκλοφόρησε μετά την απόφαση των μελών της μπάντας να χωρίσουν. Αυτή τη φορά η παραγωγή ανήκε στον Stuart Moxham (Young Marble Giants), χάρη στον οποίο τα ποιοτικά στάνταρντ του ήχου τους απογειώθηκαν. Η Alice Fox ερμηνεύει τα περισσότερα τραγούδια, με την τραγουδοποιό και κιθαρίστρια Thorn να ξεπερνά την αρχική διστακτικότητά της και να ξεδιπλώνει την αναμφισβήτητα μοναδική φωνή της. Ο δίσκος αυτός απομακρύνθηκε από την επιμελημένα «ακατέργαστη» αίσθηση του ήχου του ντεμπούτου, αλλά, χωρίς να χάσει απολύτως τίποτα από την αυθεντικότητά του, πέτυχε να πάει τη μουσική τους πολλά επίπεδα παραπάνω. Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις μερικά πιο αγαπημένα τραγούδια από ένα δίσκο που μοιάζει με best of, αλλά, έστω και απρόθυμα, θα προτάξω τα A Place in the Sun, Lazy Ways, Love to Know, A Different Light, Second Sight και Such a Thing.
Τα μέλη του συγκροτήματος ασχολήθηκαν σοβαρά με τις σπουδές τους, πάντα όμως βρίσκοντας χρόνο να αφιερώσουν στη μουσική. Στο μεταξύ η Thorn σχετίστηκε προσωπικά και μουσικά με το συμφοιτητή της Ben Watt, στον οποίο ανήκε η επιλογή της φωτογραφίας του εξωφύλλου του Lazy Ways. Όπως ήταν φυσικό, το «λαγωνικό» της εποχής John Peel εντόπισε τα κορίτσια, με αποτέλεσμα να ηχογραφήσουν δύο Peel Sessions το 1982 και το 1983. Την τελευταία αυτή χρονιά οι -σε ελεύθερη απόδοση- Ναυτίνες διαλύθηκαν, με τις αδελφές Fox να βάζουν πλώρη μαζί με τον Lester Noel (Beats International) για τους Grab Grab the Haddock και την Tracey, η οποία σιγοτραγουδούσε “Guess it's time to let the past die”, για τους Everything but the Girl.
“Nothing I would rather do / All I want is a place in the sun and you…”. Αγαπητή Tracey, ευτυχώς η λιακάδα αυτή που ονειρευόσουν δεν ήρθε ποτέ…