Στα ώπα ώπα έχουμε το νέο κύμα του post punk εδώ στην Ελλάδα και το τιμούμε δεόντως. Το προτιμούμε στις μουσικές μας επιλογές στο σπίτι, στη δουλειά, στο αυτοκίνητο, ενώ όσοι δισκοθετούμε παρατηρούμε το κοινό όταν σκάνε στα ηχεία Idles και Fontaines DC. Επίσης αναζητούμε διακαώς το επόμενο μεγάλο όνομα που θα μας συναρπάσει άμεσα ή μέσα στα επόμενα χρόνια. Βέβαια αυτήν την κάψα παραδοσιακά την έχουν οι Άγγλοι φίλοι μας στα διάφορα μέσα, οι οποίοι χτυπούν αδιακρίτως μέχρι να πετύχουν το όνομα εκείνο που θα ξεχωρίσει. Δεν έχω προσέξει σε πραγματικό χρόνο αν οι Λονδρέζοι Crows ανήκουν σε αυτά τα ονόματα, αλλά είναι γεγονός ότι το περσινό τους πλέον άλμπουμ, Beware Believers, αξίζει να μνημονευθεί ανάμεσα στις δυνατές κυκλοφορίες μιας γενικά καλής σοδειάς.
Ήδη το ξεκίνημα του άλμπουμ με το Closer still φανερώνει μια μπάντα που πατάει με το ένα πόδι στους Idles και με το άλλο στους Black Angels ή έστω σε μια πιο θυμωμένη εκδοχή τους. Το Garden Of England πανκίζει περισσότερο - και πώς να μην, όταν αναφέρεται στον καταστροφικό κοινωνικό διχασμό που επέφεραν οι διαδικασίες πριν και μετά το Brexit. Ήδη ακούγονται πιο σκληροί και ρυθμικοί σε σχέση με αντίστοιχες μπάντες του γενικότερου ήχου τους, κάτι που επισφραγίζεται με το επόμενο Only Time και τις μελωδικές του αλλαγές όσο η κιθαριστική ένταση παραμένει αμείωτη. Και αν θέλετε να πάρετε μια ιδέα από το χρονολόγιο των προσωπικών μου ακροάσεων του δίσκου, εδώ βρέθηκε το κομβικό σημείο που με καθήλωσε ώστε να ακούσω με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και τα υπόλοιπα κομμάτια.
Η επόμενη τετράδα κομματιών δείχνει πόση σημασία έχει η σωστή σειρά τους στη ροή ενός δίσκου. Το (πρώτο single) Slowly Separate, σχεδόν μοτόρικ στο ρυθμό του, ηγείται από τα στεγνά φωνητικά του James Cox και η ενεργειακή του αύρα παραπέμπει στους Idles. Το Moderation κατεβάζει ταχύτητα και προχωράει πιο στιβαρά. Αλλά πάνω που η εκρηξιγενής εξέλιξη του υπέροχου Healing καταλήγει στον αισιόδοξο στίχο "I know that everything hurts, but I know that everything will heal up", το Room 156 που ακολουθεί αμέσως μετά περιγράφει με αγωνιώδη τρόπο μια σαφώς πιο κλειστοφοβική κατάσταση.
Στο μεταξύ, το Meanwhile περιλαμβάνει τις πιο ξεκάθαρες αναφορές στους Black Angels και κυρίως στους παλιούς Horrors και εκπλήσσει με την αλλαγή χαρακτήρα στο τελευταίο λεπτό. Για τους λιγότερο πιουρίστες εξ ημών, τέτοιες στιγμές δίνουν προστιθέμενη αξία στο δίσκο αλλά και στην μπάντα αναφορικά με τις δυνατότητές της για την μελλοντική προσφορά της. Το αυτό συμβαίνει και στο The Servant, το κλείσιμο του οποίου ξεφεύγει από το πιο τυπικό συνθετικό ύφος του κυρίως σώματος του κομματιού. Ο δίσκος σβήνει με χαμηλή ταχύτητα και shoegaze θόρυβο του Sad Lad - και εδώ ο Cox τραγουδάει σαν τον Theo Hutchcraft των Hurts από το (ακόμη αντίπαλο; ας μας ενημερώσουν οι αρμόδιοι γνώστες) Μάντσεστερ…
Μέσα στα 38 λεπτά του Beware Believers (ιδανική διάρκεια για άλμπουμ, όπως απαντάω όταν με ρωτούν επίμονα στο δρόμο) συμπυκνώνονται οι αρχές μιας μπάντας που σίγουρα θα μας απασχολήσει και μελλοντικά. Προς το παρόν απολαμβάνουμε το δεύτερο τη σειρά άλμπουμ των Crows, ώστε να το μονιμοποιήσουμε στις ακροάσεις και τα dj set μας και να πάρουμε την καλύτερη αφορμή για να τους δούμε ζωντανά αυτήν την εβδομάδα (12/1) στο Temple (χάρη στη διορατική ως συνήθως μετάκληση της Primitive Music)