Παρασκευή, 12 Απριλίου 2024 06:11

The Dream Academy - Religion, Revolution & Railways (Cherry Red Records, 2024)

Written by 

Ας το ξεκαθαρίσω από την αρχή: δεν ανήκω σε εκείνους που υποστηρίζουν πως ό,τι έρχεται από το παρελθόν είναι καλύτερο από το σύγχρονο. Βέβαια, δεν αποδεικνύονται λίγες οι φορές που επαληθεύεται στη μουσική μια τέτοια πεποίθηση, όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να γίνει λόγος για έναν τέτοιο άγραφο κανόνα. Η δεκαετία του ’80 έμεινε ανεξίτηλη στη μουσική ιστορία για πολλούς λόγους. Οι παλιότεροι όμως μπορούν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους πόσο απαξιωμένη θεωρούνταν για πολλά χρόνια, συγκρινόμενη με τα πιο σοβαρά και εκ των πραγμάτων σημαντικότερα για τη διαμόρφωση του ηλεκτρικού ήχου ‘60s και ‘70s. Εδώ και κάμποσα χρόνια όμως, που η χρονική απόσταση έχει αποβάλλει κάθε περιττό συναισθηματισμό, μπορούμε να εκτιμήσουμε ρεαλιστικά τη συνεισφορά της, διαπιστώνοντας ότι ακόμα και μερικά από όσα τότε θεωρήθηκαν ως επιφανειακά, διαδραμάτισαν ένα ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής που μόνο επιδερμικό δε μπορεί κάποιος να τον πει. Κι όσο για το επιχείρημα: «ρίξτε μια ματιά στα charts των ‘70s, για να αντιληφθείτε τι συνέβαινε στα ‘80s», σας προτρέπω να το αναλογιστείτε με ανάλογη αντιστοίχηση και στις επόμενες δεκαετίες. Τι λέτε; 

Θα μπορούσα να πω ότι δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από τη δεκαετία του ’80, αλλά αυτό δε θα ήταν αλήθεια. Τα θυμάμαι όλα. Για να μη σας ζαλίζω όμως με αναμνήσεις, που δε μπορεί παρά να είναι λίγο - πολύ προσωπικές υποθέσεις, αρκούμαι να αναφέρω ότι ανάμεσα στα πολλά χαρακτηριστικά τραγούδια της εποχής αυτής ήταν από τότε (κι αυτό έχει μεγάλη σημασία), είναι, αλλά και πιστεύω βάσιμα πως πρόκειται να είναι και μελλοντικά, το Life in a Northern Town. Ένα τραγούδι, που όταν πρωτοάκουσα το 1985 αγνοούσα όχι μόνο το ότι είχε βάλει το χεράκι του ο David Gilmour, αλλά και πως ήταν γραμμένο ως ελεγεία για τον Nick Drake και την παρακμή της Βρετανικής ναυτιλίας. Και, εδώ που τα λέμε, καλύτερα που το γνώρισα χωρίς οποιαδήποτε αναφορά. Άλλωστε, σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, σαφώς είναι καλύτερο να προσεγγίζεται ένα έργο απροϋπόθετα. Ο ονειρικός αυτός ύμνος, με τη βοήθεια του βίντεο κλιπ που αρχικά απολαμβάναμε μόνο σε επιλεγμένα κλαμπ και ακολούθως στις τηλεοράσεις μας, συνυφάνθηκε μέσα μου με την όλη γλυκά μελαγχολική ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε στην ηλεκτρική μουσική. Κι όμως, αυτό το τραγούδι, όπως και αρκετά άλλα -ακόμα και φαινομενικά δυσοίωνα- δημιουργούσαν μια ατμοσφαιρική αναγωγική pop αίσθηση, που άφηνες να πλημμυρίσει την καρδιά σου. Ήταν μια όμορφη εποχή που υπήρχε χώρος για όλους, ακόμα και για περισσότερους μουσικούς που δε πληρούσαν το συχνά προαπαιτούμενο προφίλ των «κακών παιδιών». Τέτοιοι ακριβώς ήταν και οι The Dream Academy.  

Ειλικρινά, δε θέλω να πω ότι αφορμή για να τους ξαναθυμηθώ ήταν το επταπλό Religion, Revolution & Railways, κι αυτό διότι προσωπικά δεν τους έχω ξεχάσει. Η ποιότητα, η ηρεμία και η νοσταλγία που βγάζει η μουσική τους με κάνει συχνά να ανατρέχω στα βινύλια των τριών δίσκων που κυκλοφόρησαν, παρά τα τόσα χρόνια που έχουν περάσει. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το συγκεκριμένο boxed set δε θα φρεσκάρει τη μνήμη όλων μας ή θα συστήσει με πρωτοφανή πληρότητα τη μπάντα ακόμα και σε φίλους που δεν τη γνώριζαν, αφού εκτός των στούντιο άλμπουμ συμπεριλαμβάνει όλα τα B-sides και τα remixes, όπως επίσης σπάνια και ακυκλοφόρητα τραγούδια από τα αρχεία της Warner/Reprise Records. Έτσι ξετυλίγεται πλήρως η ιστορία των Nick Laird-Clowes, Kate St. John και Gilbert Gabriel, που, εκτός του David Gilmour, συνεργάστηκαν στην παραγωγή με τους Lyndsey Buckingham (Fleetwood Mac) και Hugh Padgham (Phil Collins, XTC, Genesis, the Human League, Sting, Police).

Στην αρχή υπήρξαν οι The Act. Μια κατά βάση pop μπάντα που φλέρταρε με το new wave και κυκλοφόρησε ένα και μοναδικό άλμπουμ το 1981 με τίτλο Too Late at Twenty. Μέλη της ήταν ο Derek Adams, ο Mark Gilmour, αδελφός του κιθαρίστα David Gilmour των Pink Floyd και ο Nick Laird-Clowes, ο οποίος μέσω αγγελίας στο The Melody Maker είχε αναζητήσει και βρει ως κιμπορντίστα τον έχοντα κλασική παιδεία πιάνου και κλαρινέτου Gilbert Gabriel. Ο Laird-Clowes βρήκε στο πρόσωπο του Gabriel όχι μόνο έναν προικισμένο μουσικό, αλλά και έναν καλό φίλο, που μοιραζόταν την ίδια αγάπη για τη μουσική των όψιμων ‘60s και των πρώιμων ‘70s, όπως και το ίδιο ενδιαφέρον για τις ανατολικές φιλοσοφίες. Γι’ αυτό συνήθιζαν να παίζουν ως support ντουέτο  με το όνομα Politics of Paradise, πριν ξαναβγούν στο κοινό μαζί με τους The Act!

Ύστερα από μία σχετική με τον εξοπλισμό τους κακοτυχία, κάποτε αναγκάστηκαν να παίξουν οι δυο τους το σετ των The Act με μια ακουστική κιθάρα και ένα Solina string synthesizer. Αυτό αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς εμφανίσεων, που υπό το πρίσμα των νεορομαντικών συγκροτημάτων που μεσουρανούσαν, βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσουν. Καθοριστική υπήρξε η συναυλία τους στο νεοσύστατο The Language Lab, που ήταν μέρος του πολυόροφου Gargoyle Club, όπου οι δύο φίλοι εμφανίστηκαν με μαύρα σμόκιν και λευκά πουκάμισα, ενταγμένοι στο ύφος της παραπλήσιας θεατρικής σκηνής. Ο κιθαρίστας της μπάντας Mark Gilmour, ζήτησε και πήρε το στούντιο του αδελφού του, στο οποίο ηχογράφησαν τα πρώτα τους ντέμος, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκουμε στον πέμπτο δίσκο του Religion, Revolution & Railways με τίτλο B sides.

Στη συνέχεια η μπάντα έδειχνε σημεία κόπωσης, με τον Gabriel να βγαίνει σε περιοδεία με ένα άλλο σχήμα και τον Laird-Clowes να εργάζεται ως guest παρουσιαστής στο πλευρό του Jools Holland στο Channel 4. Τότε, αφενός οι θλιβερές εικόνες των ανέργων της ναυτιλίας (εξ ου και ο στίχος “All the work shut down”) και αφετέρου η αγάπη για τη μουσική του Nick Drake, οδήγησαν τον Laird-Clowes και τον Gilbert να γράψουν ένα τραγούδι, που επρόκειτο να αλλάξει τη μουσική τους πορεία. Στη συνέχεια ο Laird-Clowes γνώρισε σε ένα πάρτυ  μέσω μιας γνωστής του την Kate St. John (The Ravishing Beauties), η οποία έπαιζε όμποε και cor anglais, στο πρόσωπο της οποίας βρήκε την ιδανική μουσική συνοδοιπόρο. Όταν δε άρχισαν να παίζουν οι τρεις τους, τα τραγούδια τους έμοιαζαν να παίρνουν νέες διαστάσεις, αποπνέοντας μια φρέσκια αίσθηση της ψυχεδέλειας των ‘60s και ‘70s.  

Έτσι ουσιαστικά ξεκίνησε η νέα μπάντα, που ο Gabriel είχε βαφτίσει The Dream Academy, αναζητώντας δισκογραφική στέγη. Μετά από περιπέτειες, ενδιαφέρθηκαν οι Warner και Columbia, με τη μπάντα να πηγαίνει με το μέρος της πρώτης, λόγω της εκτίμησης που έτρεφε στο πρόσωπο του προέδρου της Lenny Waronker. Ανάμεσα στους πολλούς σημαντικούς μουσικούς που γνώρισαν ήταν και ο Paul Simon, ο οποίος συνομιλώντας με τον Laird-Clowes και έχοντας ακούσει το τραγούδι που προαναφέραμε, ζήτησε να μάθει τον τίτλο του. Όταν άκουσε πως αυτός ήταν The Morning Lasted All Day δεν ενθουσιάστηκε καθόλου, σπεύδοντας μάλιστα να πει στον Laird-Clowes να μην το ονομάσει Ah Hey Ah Mamama, διότι θα μπέρδευε τον κόσμο που θα ήθελε να το ζητήσει στα δισκοπωλεία. Τότε ο Laird-Clowes αντιπρότεινε το Life in a Northern Town, που βρήκε απόλυτα σύμφωνο το συνομιλητή του. Με το νερό να έχει μπει πλέον στο αυλάκι και τις «ευλογίες» του David Gilmour, άρχισαν οι ηχογραφήσεις για το υπέροχο φερώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ, που κυκλοφόρησε το 1985 και τα γυρίσματα για τα βίντεο κλιπς των This World, The Love Parade καιThe Edge of Forever. Τελικά, πρώτο single ήταν το Life in a Northern Town, που βρέθηκε άμεσα στο Top 40 και είχε ανοδική πορεία, ενώ ακολούθησαν οι εμφανίσεις στις εκπομπές Top of The Pops, MTV και NBC’s Saturday Night Live, παρά τις επιφυλάξεις ότι το τραγούδι αυτό δε θα έβρισκε ανταπόκριση στις Η.Π.Α. επειδή δεν είχε μπάσο.

Ύστερα από το ντεμπούτο ήρθε το Remembrance Days (1987) σε συμπαραγωγή του Lindsey Buckingham και του Hugh Padgham, που διατήρησε τη φλόγα αναμμένη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ξεχωρίζουν η διασκευή του Everybody's Got to Learn Sometime των The Korgis, Hampstead Girl και Ballad in 4/4. Ο επίλογος γράφτηκε με το A Different Kind of Weather (1990), που είχε και πάλι τον David Gilmour στην παραγωγή, κυριαρχείται από το όμποε της Kate St. John και περιλάμβανε την υπέροχη διασκευή στο Love του John Lennon και τα Lucy September και Mercy Killing. Στο boxed set, εκτός των τριών αυτών άλμπουμ και εκείνου με τα B sides που προαναφέρθηκε, υπάρχουν και οι δίσκοι The River Ran On... και Love etc... με singles, mixes, remixes, ακυκλοφόρητα τραγούδια και τη διασκευή του Please, Please, Please Let Me Get What I Want (Morrissey / Marr), όπως και ο δίσκος Back Tracked κυρίως με ορχηστρικές εκτελέσεις, ο οποίος είναι αληθινά απολαυστικός.

Η μπάντα διαλύθηκε το 1990, για να κυκλοφορήσει δύο συλλογές: τη Somewhere in the Sun... Best of the Dream Academy (2000) και τη The Morning Lasted All Day: A Retrospective (2014), που αναβίωσε το χαμένο αρχικό τίτλο του καλύτερού τους τραγουδιού. Σαφώς όμως πληρέστερη είναι η Religion, Revolution & Railways, που περιλαμβάνει κυριολεκτικά τα άπαντα της μπάντας. Στη συνέχεια ο Nick Laird-Clowes ασχολήθηκε με τη μουσική επένδυση ταινιών, η Kate St John συμμετείχε ως διευθύντρια μουσικών σχημάτων και ο Gilbert Gabriel μοίρασε το χρόνο του μεταξύ της σύνθεσης μουσικής για ταινίες και των multi-media.  

 

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα