Πρώτη βραδιά του μήνα στο ανοιξιάτικο κέντρο και ενώ o περισσότερος κόσμος κάνει τον περίπατό του, εγώ για άλλη μια φορά φτάνω στο six d.o.g.s γεμάτος ελπίδες για ένα καλό live. Πρέπει να πω ότι τόσο η παρουσίαση του ομώνυμου EP των The Mound όσο και το opening act των The Road Miles για το οποίο τόσα έχω ακούσει από άλλους συντάκτες του Soundgaze, με έχουν προδιαθέσει για μια πολύ ενδιαφέρουσα νύχτα.
Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται από νωρίς και πριν το καταλάβω η συναυλία ξεκίνησε. Πήρα θέση και έβγαλα την φωτογραφική μου μηχανή, αφού βρισκόμουν στην συναυλία με διπλό ρόλο. Στο μεταξύ οι Road Miles ήδη υποδέχονταν το κοινό με το Hey Ma. Η συνέχεια ήρθε με το Story’s Over και το πολύ progressive William Blake και, αυτό που ασφαλώς αξίζει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται απλά για ωραία κομμάτια, αλλά για κομμάτια που μια πενταμελής μπάντα εκτέλεσε άψογα ζωντανά, προσφέροντας ένα εξαιρετικό, άρτιο από κάθε άποψη show για όλους όσοι ήταν στο συναυλιακό χώρο του six d.o.g.s., με τα τύμπανα και το μπάσο να δίνουν τον ρυθμό και να κρατάνε την ισορροπία, τις δύο κιθάρες να ξερνάνε σόλο και southern gothic μελωδίες αλλά και μία τραγουδίστρια που δεν μας τραγούδησε απλώς, αλλά μας έδωσε ένα οπτικοακουστικό θέαμα, έναν συνδυασμό τραγουδιού και κίνησης λες και βρισκόταν σε έκσταση. Κάπως έτσι, οι Road Miles συνέχισαν ακάθεκτοι με τα Beggar και Filthy Air για να κλείσουν με το Crossroads, ένα κομμάτι που πραγματικά ξεδιπλώνει τις πολύπλευρες πτυχές της μουσικής τους. Κρίμα απλώς που δεν έπαιξαν και άλλα κομμάτια, αλλά φαντάζομαι ότι στο πλαίσιο τήρησης του προγράμματος δεν υπήρχε άλλος χρόνος.
Μικρές αλλαγές πάνω στην σκηνή για να ανέβουν οι Mound. Στο μεταξύ παρατηρώ μια λεπτομέρεια που προηγουμένως μου είχε διαφύγει: ένα ποσοστό του κοινού φορά τα μπλουζάκια του συγκροτήματος. Συγχρόνως αντιλαμβάνομαι ότι πλέον δεν έχουμε καμία ευχέρεια κινήσεων, καθώς ο χώρος είναι ήδη γεμάτος από κόσμο που ανυπομονεί για το κυρίως μέρος του event. Μιλάμε δηλαδή για αληθινά φανατικό κοινό.
Οι Mound πήραν τις θέσεις τους στη σκηνή και της έβαλαν φωτιά με το καλημέρα κάνοντας την είσοδο τους με το Mound, κάνοντας πολλά κεφάλια να αρχίσουν να κουνιούνται συγχρονισμένα στο ρυθμό τους. Ακολούθησαν το Crave και το Eye For An Eye, που επίσης φάνηκε να απολαμβάνει το κοινό που βρισκόταν κάτω από τη σκηνή. Πρώτη σημαντική παρατήρηση, η ενέργεια που έβγαζε στη σκηνή ο τραγουδιστής, που ήταν και αυτός που φάνηκε να το ζει περισσότερο από όλους, πάνω και κάτω από τη σκηνή, χωρίς φυσικά να θέλω να μειώσω τις εξαιρετικές επιδόσεις των υπολοίπων μελών.
Ακολούθησαν διάφορα νέα κομμάτια, πάντα στην ίδια heavy/stoner rock ατμόσφαιρα και, αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κοινού, μάλλον νέα κομμάτια πήραν το πράσινο φως. Μου δίνει ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση όταν μπορώ να πω με σιγουριά ότι έχουμε συγκροτήματα στην χώρα μας, όλα τα μέλη των οποίων αποδίδουν ποιοτική μουσική υψηλού επιπέδου και αυτό φαίνεται κάθε φορά στη σκηνή. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και συχνά οι συναυλίες κάνουν κάποια κοιλιά, η συγκεκριμένη συναυλία δεν έλεγε να ρίξει ρυθμούς: το ένα κομμάτι έφερνε το άλλο και το six d.o.g.s παλλόταν στους σκληρούς ήχους και τα δυναμικά φωνητικά των Mound.
Μετά και την εκτέλεση του Snake in a Cradle που συμπεριλαμβάνεται στο EP που κυκλοφόρησαν, οι Mound μας είπαν ότι είχαν αποφασίσει να παίξουν μια διασκευή ενός συγκροτήματος που έχει αποτελέσει την πηγή έμπνευσης τόσο για τους ίδιους όσο και για πολλούς μουσικούς στον κόσμο. Black Sabbath και το Children of the Grave ήταν η επιλογή τους και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί ένας πανικός. Γρήγορα δημιουργήθηκε ένα χαριτωμένο pit και ο τραγουδιστής πήρε φόρα και έγινε ένα με τον κόσμο.
Το συγκρότημα μετά το τέλος του κομματιού προσποιήθηκε ότι έφευγε, άλλα όλοι ξέραμε ότι δεν θα μας άφηναν χωρίς encore. Το Walk ήταν το κομμάτι που διάλεξαν για να κλείσουν την συναυλία τους, μία συναυλία που μας άφησε όλους με μια αίσθηση πλήρους ικανοποίησης, πολύ ιδρωμένους και ήδη ανυπόμονους για τις επόμενες εμφανίσεις τους αλλά και τις δισκογραφικές τους κινήσεις.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μαλαφής