Η τρίτη μέρα του Release Athens πιθανότατα ήταν αυτή που περίμεναν οι περισσότεροι με μεγαλύτερη προσμονή. Ο λόγος προφανής: διέθετε ένα line up που θύμιζε παλιότερες εγχώριες φεστιβαλικές στιγμές, ονόματα που συναντούμε στα σημαντικότερα φεστιβάλ του εξωτερικού αυτή τη στιγμή. Η απειλητική βροχή τελικά δεν χάλασε τη γιορτή και έτσι μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε μια μαγική βραδιά υπό ιδανικές συνθήκες.
The Noise Figures
H ώρα έχει περάσει και έχω κολλήσει στην κίνηση προσπαθώντας να φτάσω στην Πλατεία Νερού για την τρίτη μέρα του Release Athens. Η βροχή έχει σχεδόν σταματήσει αλλά επικρατεί παντού ένα μικρό κυκλοφοριακό χάος. Μοιραία φτάνω καθυστερημένος, με αποτέλεσμα οι Noise Figures να έχουν ξεκινήσει. Όσο περπατώ βιαστικά, τους ακούω να εξαπολύουν ήδη ηλεκτρικές εκκενώσεις στο κοινό που, μπαίνοντας στο συναυλιακό χώρο, διαπιστώνω ότι είναι ελάχιστο. Λογικό. Μέχρι πριν από λίγη ώρα κανείς δεν μπορούσε να ορκιστεί ότι το πρόγραμμα θα τηρηθεί, ούτε άλλωστε αν καλά-καλά το event θα λάμβανε χώρα. Η καλή μας τύχη (ο Δίας κατά τους Brian Jonestown Massacre, αλλά αυτά θα τα πούμε αργότερα), βοήθησε να σταματήσει η βροχή και να μπορέσουμε να απολαύσουμε αυτή την τρίτη μέρα του φεστιβάλ.
Οι Noise Figures βέβαια, το φοβερό ντουέτο από την Αθήνα, παίζουν με την ενέργεια που θα είχαν αν τους παρακολουθούσαν χιλιάδες. Προφανώς όλη αυτή η ένταση και το νεύρο αποτελεί την φυσιολογική τους κατάσταση, αλλιώς δεν εξηγείται. Όμως συγχρόνως είναι εξαιρετικά δεμένοι, δουλεμένοι μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Aπό τα Run και In The Boneyard που άκουσα ερχόμενος (και με ανάγκασαν να αρχίσω να τρέχω!), το We Look Better In The Sun, τα αγαπημένα μου Black Caravan και Rollin’ που παρουσιάστηκαν back to back σε ένα σετάκι-δώρο, πνιγμένο στην αδρεναλίνη, μέχρι το βαρύ και ασήκωτο Blood, με το οποίο έκλεισαν το set, οι Noise Figures απλώς απέδειξαν την φοβερή κλάση τους. Και φυσικά αποκόμισαν τα επιδοκιμαστικά σχόλια των λιγοστών, απολύτως τυχερών που τους πρόλαβαν. Όσοι τυχόν δεν τους γνωρίζετε, ψάξτε τους και, κυρίως, δείτε τους. Δεν θα απογοητευτείτε!
Closer
Η είδηση της επαναδραστηριοποίησης των Closer πριν λίγα χρόνια ήταν αναμφίβολα ένα χαρμόσυνο νέο, ειδικά για όσους από εμάς μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ‘90 παρακολουθούσαμε φανατικά την εγχώρια εναλλακτική σκηνή. Ήταν από τις μπάντες εκείνες που μας έκαναν να καταλάβουμε ότι τα ελληνικά συγκροτήματα δεν είναι απαραίτητα οι «φτωχοί συγγενείς» των αντίστοιχων του εξωτερικού. Μετά το αξιόλογο ομώνυμο LP του 2006 (πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια!) το σχήμα οδηγήθηκε ξανά στην αδράνεια, αλλά τώρα επέστρεψε με νέα δουλειά. Ο λόγος για το Renaissance, το οποίο κυκλοφόρησε μάλιστα τη μέρα της εμφάνισής τους στο φεστιβάλ.
Λογικό ήταν λοιπόν να ξεκινήσουν την εμφάνιση τους αυτή με τα νέα κομμάτια, στα οποία βρίσκουμε το γκρουπ να ανεβάζει αρκετά την ένταση, κάτι που σίγουρα δεν μας δυσαρεστεί! Βεβαίως, όπως κάθε τι καινούριο χρειάζεται το χρόνο του, κυρίως για να το αφομοιώσουμε, οπότε αναμένονται απανωτές ακροάσεις για το Renaissance πριν το τοποθετήσουμε δίπλα στην υπόλοιπη δισκογραφίας τους. Συναυλία των Closer όμως χωρίς παλιά κομμάτια δεν νοείται, οπότε το Mystery Falls Down ή το Wine (ίσως το γνωστότερο τους τραγούδι) ή ακόμα το σχετικά νεότερο Still Here (2006) μόνο καλοδεχούμενα ήταν. Επίσης, για ακόμα μια φορά δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο δίδυμο Γιάννη Βερβέρη (κιθάρα) – Βαγγέλη Παππά (μπάσο), το οποίο συνεχίζει ακόμα και τώρα να είναι εξίσου συναρπαστικό και ευρηματικό. Είναι πραγματική απόλαυση να τους βλέπεις ζωντανά, όπως και όλη τη μπάντα. Ελπίζουμε από εδώ και πέρα οι εμφανίσεις τους να μην είναι σποραδικές αλλά τόσο συχνές, ώστε να μην μας λείπουν.
Slowdive
Οι σκέψεις και τα συναισθήματα και μόνο στην όψη ενός πολύ αγαπημένου συγκροτήματος επάνω στην σκηνή για πρώτη φορά, με φυσική απόσταση μόλις λίγα μέτρα από σένα, ξεχειλίζουν. Αυτό ένιωσα κι εγώ όταν οι Slowdive βρέθηκαν πλέον σε απόσταση κυριολεκτικά αναπνοής από το φωτογραφικό pit, και οι προσωπικές αναφορές σταματούν εδώ. Ξανά μαζί εδώ και 2 χρόνια, οι Άγγλοι πρωτοπόροι του shoegaze περιοδεύουν στα φεστιβάλ του κόσμου εξαργυρώνοντας την καθολική αναγνώριση που απέκτησαν πρακτικά με τη διάλυσή τους και η πολυαναμενόμενη εμφάνισή τους στο Release Athens τους βρίσκει σε διαδικασία ηχογράφησης νέου υλικού, κάτι που δηλώνει και τις τίμιες προθέσεις τους απέναντι στη Μουσική. Προς το παρόν όμως, προτιμούν για τη σύνδεση με τα προηγούμενα να μας παρουσιάσουν ό,τι χωρέσει από το παρελθόν τους σε 70 περίπου λεπτά. Ταιριαστή αρχή για την ιστορική αναδρομή, το ξεκίνημα με τα κομμάτια από το πρώτο ΕΡ που καθόρισε την ηχητική ταυτότητα της μπάντας. Slowdive λοιπόν για το ξεκίνημα, ολίγον μουδιασμένα ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω, και από την πλευρά της μπάντας που έμοιαζε να προσπαθεί να συντονιστεί αλλά και από την πλευρά του κοινού που μάλλον χρειαζόταν λίγο χρόνο για να συνηθίσει το wall of sound από τις δύο (αρχικά) κιθάρες, το ισχυρά παλλόμενο, σχεδόν post punk μπάσο (ταιριαστό με την μπλούζα Bauhaus του Nick Chaplin) και το συνδυασμό των φωνητικών του Neil Halstead και της Rachel Goswell. Το αρχικό μούδιασμα ξεπεράστηκε κάπως με το Avalyn I και εντελώς πλέον με το Catch The Breeze. Από το σημείο εκείνο το live άρχισε να συνεπαίρνει και τους λιγότερο προετοιμασμένους μεταξύ του κοινού. Ξεπερνώντας κάποια μικρά ηχητικά θέματα και έχοντας πλέον πάρει μπρος, η συναυλία είχε μόνο ανερχόμενα κλιμακούμενες στιγμές: το Crazy For You από το ιστορικά αδικημένο Pygmalion, τα κομμάτια από το Souvlaki (Machine Gun, Souvlaki Space Station, When The Sun Hits - σερί!) και το She Calls από το Morningrise EP (του οποίου το ομώνυμο κομμάτι υπήρχε σβησμένο στο σκονάκι του setlist). Η (ακουστική φυσικά) εκτέλεση του Dagger έδρασε ως η καλύτερη εισαγωγή για το πλέον γνωστό τους κομμάτι: ο ονειρικός indie/shoegaze ύμνος σε ανάμνηση κάποιας (ή καμμίας, κατά δήλωση του Neil) Alison συνδέθηκε πλέον άρρηκτα με το απόγευμα της 7ης Ιουνίου. Κι όμως το απόλυτο highlight της εμφάνισης των Slowdive δεν είχε φτάσει ακόμη. Το Golden Hair του Syd Barrett, διασκευασμένο σε post rock (όπως το λέμε πλέον) ύφος και τετραπλάσιο σε διάρκεια, απεδείχθη το πλέον κατάλληλο όχημα για ένα μαγευτικό ηχητικό ταξίδι που γίνεται μόνο με κλειστά μάτια.
Κατάφορα αδικήθηκαν από την ώρα της ημέρας που βρέθηκαν στη σκηνή - αλλά έτσι είναι τα φεστιβάλ. Στην τελική μακάρι να έπαιζαν την ημέρα των Sigur Ros όπου η “σωστή” δεύτερη πριν το τέλος, και άρα νυχτερινή, θέση θα ήταν εξασφαλισμένη, αλλά όπως είπε και ο Nick Chaplin στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, αυτό δεν κατέστη τελικώς δυνατό. Η νύχτα και ο φωτισμός της σκηνής θα βοηθούσε τρομακτικά στην αποτύπωση της σωστής ατμόσφαιρας. Ακόμη κι έτσι, οι Slowdive έδωσαν μία από τις πλέον αξιομνημόνευτες εμφανίσεις του Release Athens. Περιμένουμε πλέον να κυκλοφορήσουν το δίσκο με το νέο υλικό και να αποφασίσουν να κάνουν και club shows τώρα που το ουσιαστικόν της επανένωσης έχει πλέον επισφραγιστεί.
Τhe Brian Jonestown Massacre
Πριν εμφανιστεί ο Anton Newcombe και οι λοιποί παράξενοι τύποι που αποκαλεί μπάντα του, είχα φροντίσει να ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη από τον Κωνσταντίνο Αναγνωστόπουλο, με τον οποίο παρακολουθούσα το live, για αυτά που πιθανόν να έκανα. Απεδείχθη ότι προέτρεξα κάπως. Όχι, μην βιαστείτε να βγάλετε συμπέρασμα, οι BJM δεν ήταν κακοί σε καμμία απολύτως περίπτωση. Προσπαθώντας να βρω την κατάλληλη λέξη να περιγράψω πως έπαιξε ένα από τα απολύτως αγαπημένα μου συγκροτήματα, καταλήγω να πω απλώς ότι ήταν κάπως πιο χαλαροί από όσο θα τους ήθελα, έχοντας στο μυαλό μου και το φοβερό δεύτερο μισό της προπέρσινης συναυλίας τους στο Fuzz. Όμως συγκροτήματα σας του BJM δεν μπορεί κανείς να τα κρίνει κατά το κοινό κριτήριο, διότι απλούστατα ούτε ο Newcombe έχει κάτι το κοινό (ούτε άλλωστε και η πλειονότητα των μουσικών που κατά καιρούς τον υπομένουν). Στην ουσία είναι κατηγορία μόνος του σε πάρα μα πάρα πολλά επίπεδα, με το συνθετικό, φυσικά πρώτο-πρώτο. Συνηθισμένοι να παίζουν τον τελευταίο καιρό τρίωρα (!) sets και να «παίρνουν τον χρόνο τους», όπως μας αποκάλυψε ο ομιλητικός εκείνη τη βραδιά Newcombe, στην ουσία εμφανίστηκαν να έχουν αυτήν ακριβώς την διάθεση. Πήραν τον χρόνο τους, χωρίς να νιώσουν ιδιαίτερη ανάγκη να ανεβάσουν ταχύτητες, κάτι που είναι λίγο ως πολύ αναγκαίο για τις ανάγκες του περιορισμένου εξ ορισμού χρονικά set ενός φεστιβάλ. Ο ήχος τους κακός δεν ήταν, αλλά πάντως χειρότερος συγκριτικά με οτιδήποτε ακούσαμε εκείνη την ημέρα – το έχουμε ξαναγράψει, οι διοργανωτές Release μπορούν να είναι περήφανοι για την ποιότητα του ήχου που μας έχουν προσφέρει.
Όπως και να έχει, οι BJM μας προσέφεραν μερικά από τα πολλά αριστουργηματικά κομμάτια που έχουν στον τεράστιο κατάλογό τους, όπως τα Νevertheless, Who, When Jokers Attack, Servo, Sailor (πρόκειται για διασκευή από The Cryan' Shames), με το κοινό, εντελώς φυσιολογικά, να ανταποκρίνεται.
Ο Anton πάλι, εμφανίστηκε σε μία κατάσταση που δύσκολα περιγράφεται. Η εμφάνισή του (δείτε τις φωτογραφίες) ήταν ούτως ή άλλως παράδοξη, ας το πούμε κομψά, με τις καινούριες (από όσο αντιλαμβάνομαι) υπερμεγέθεις φαβορίτες και την εμφάνιση ημίτρελου hippy, που δεν είναι (hippy εννοώ, για το άλλο, ας μην δεσμευτώ). Μας εξήγησε ότι ήθελε να ονομάσει τον γιο του Δία, αλλά, προς μεγάλο εκνευρισμό του (τον οποίο δεν παρέλειψε να δηλώσει) η σύζυγός του τον σταμάτησε (ο Δίας το έσωσε το παιδάκι!). Και φυσικά ένα κομμάτι πριν το τέλος την «έπεσε» στα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, αποκαλώντας τους βασικά «ερασιτέχνες», για να ανασκευάσει κάπως αμέσως στην συνέχεια (όλοι γνωρίζουμε ότι πριν από κάποια χρόνια το τελευταίο δεν θα συνέβαινε, άρα έχει κάπως ηρεμήσει). Όλως παραδόξως, το Υeah Yeah που ακολούθησε (εξαιρετική όσο και απρόσμενη επιλογή), κλείνοντας την εμφάνισή τους στο φετινό Release ήταν απλώς συγκλονιστικό. Ίσως τελικά και η φοβέρα (με μέτρο βέβαια!) είναι κάποιες φορές αναγκαία!
PJ Harvey
Θα ξεκινήσω όπως ίσως θα έπρεπε να καταλήξω, λέγοντας ότι η PJ Harvey απέδειξε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλο headlining act από την ίδια και το all-star εννιαμελές συγκρότημά της. Επί σκηνής είδαμε μαζί με την P.J. τους John Parish, Mick Harvey (Birthday Party, Bad Seeds), Alain Johannes (Mark Lanegan Band, Queens of the Stone Age), James Johnston (Gallon Drunk, Bad Seeds), Kenrick Rowe, Jean-Marc Butty, Terry Edwards (Gallon Drunk, Tindersticks, Spiritualized, Nick Cave, The Jesus and Mary Chain), Alessandro Stefana (Mike Patton, Joey Burns, Calexico) και Enrico Gabrielli. Αυτό που μας προσέφερε το εντυπωσιακό αυτό σχήμα, ήταν ένα έντονα θεατρικό set, βασισμένο σε μεγάλο βαθμό στον τελευταίο δίσκο της P.J. Harvey The Hope Six Demolition Project.
Το έντονο θεατρικό στοιχείο έγινε εμφανές από την είσοδο του συγκροτήματος, που παρέλασε μπροστά στα μάτια του κοινού παίζοντας κρουστά και σαξόφωνα (τα τελευταία είχαν αναλάβει η ίδια η Polly και ο φοβερός Terry Edwards). H είσοδος του δεκαμελούς σχήματος κατέληξε στο υπέροχο Chain Of Keys με την ευθεία αναφορά του στην προ blues μαύρη μουσική, με το Ministry Of Defence να παίρνει αμέσως την σκυτάλη. Στο σημείο αυτό το μουσικό concept της εμφάνισης ήταν προφανές. Το set ήταν στηρίχθηκε σε ένα βαρύ, ρυθμικό υπόβαθρο χτισμένο πάνω στο σαξόφωνο και τα κρουστά. Ο ρυθμός, το συναίσθημα που όφειλε πάρα πολλά στα blues, σε συνδυασμό με την απαράμιλλη, θεατρική πράγματι ερμηνεία της PJ, αποτελούσαν τα κύρια συστατικά όσων είδαμε και ακούσαμε. Και όλο αυτό ήταν σαφώς πρωτότυπο, όσο και ενδιαφέρον, σίγουρα έξω από οποιαδήποτε πεπατημένη έχουμε συνηθίσει, ακόμη και από την ίδια την PJ Harvey και εθιστικό. Και είναι περιττό προφανώς να πω ότι το σύνολο των μουσικών που την συνόδευαν απέδωσαν στο πλέον υψηλό επίπεδο (πως αλλιώς να συνοδεύσεις μία ερμηνεύτρια με το ταλέντο αλλά και τις ασύλληπτες φωνητικές δυνατότητες της P.J. Harvey;).
Όσο για το κοινό, αυτό συντονίστηκε σε μεγάλο βαθμό με αυτό που έβλεπε, παρά το ότι δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερα εύπεπτο, κυρίως όμως με τα πιο «βατά» ας τα πούμε έτσι από τα καινούρια κομμάτια, όπως το The Community Of Hope και το The Wheel. Μοιραία, ο παλμός ανέβηκε όταν ακούστηκαν τα The Words That Maketh Murder, The Glorious Land και Let England Shake, όλα από τον προηγούμενο δίσκο της. Όπως όμως είναι απόλυτα λογικό, η θερμοκρασία «χτύπησε κόκκινο» στο ανυπέρβλητο To Bring You My Love, στο Down By The Water και το 50ft Queenie, που παίχτηκε όσο δυνατά έπρεπε. Τα Working For The Man (μικρή έκπληξη αυτό) και A Perfect Day Elise που η Polly μας επεφύλαξε για το encore, αποτέλεσαν ένα ταιριαστό τελείωμα μίας ακόμα θαυμάσιας εμφάνισης της μεγάλης αυτής συνθέτριας και ερμηνεύτριας και συγχρόνως, το τέλειο κλείσιμο της τρίτης και, ίσως πιο «γεμάτης» ως τώρα μέρας του τόσο καλού αυτού νέου φεστιβάλ.
Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης (PJ Harvey, The Brian Jonestown Massacre, The Noise Figures), Μιχάλης Κουρής (Slowdive), Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος (Closer)
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής