Κυριακή, 05 Μαρτίου 2017 17:00

Live Review: Swans / Ψαραντώνης @ Gagarin 205 Live Music Space, 3/3/2017

Written by 

Η τέταρτη συναυλία των θρυλικών Swans στη χώρα μας (όλες μετά το reunion του 2010) είχε χαρακτήρα αποχαιρετισμού από τη συγκεκριμένη ενσάρκωση της μπάντας, καθώς έχει προαναγγελθεί ότι θα αποτελέσει την τελευταία με την παρούσα σύνθεση. Το sold out ήρθε αναμενόμενο και όσοι βρέθηκαν στο Gagarin έγιναν κοινωνοί μιας μοναδικής ηχητικής εμπειρίας, αντίστοιχης της φήμης του σχήματος.

Η ανακοίνωση της εμφάνισης του Ψαραντώνη ως support act για το live των Swans σίγουρα θα παραξένεψε πολλούς. Αν όμως ανατρέξουμε στους λόγους της συγκεκριμένης επιλογής προφανώς θα ανακαλύψουμε ότι υπήρχαν κάποιοι παράγοντες που τη δικαιολογούν, ανάμεσα σε αυτούς το γεγονός ότι οι Αμερικάνοι έχουν ζητήσει ολιγομελή σχήματα για να ανοίγουν τις συναυλίες τους λόγω του όγκου του εξοπλισμού που χρησιμοποιούν και του χώρου που καταλαμβάνει αυτός στη σκηνή. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι το πολύ καλό συγκρότημα Xylouris White που έχει σχηματίσει ο γιός του, Γιώργης Ξυλούρης μαζί με τον Jim White (drummer των Dirty Three) είχε αναλάβει το συγκεκριμένο ρόλο για μια ολόκληρη περιοδεία των Swans! Σε αυτά ας συνυπολογίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια ο Ψαραντώνης έχει αποκτήσει μια cult φήμη, η οποία επεκτείνεται πέραν των ακροατών της παραδοσιακής και της κρητικής μουσικής και φτάνει στη νέα γενιά (συνέβαλλαν σε αυτό και οι συνεργασίες του με νεότερους μουσικούς όπως ο Γιάννης Αγγελάκας αλλά και ο κύριος Nick Cave).

Μέσα σε επευφημίες και χειροκροτήματα ο Ψαραντώνης ανέβηκε στη σκηνή και πήρε τη λύρα στα χέρια του. Δεν ήταν όμως μόνος του, καθώς είχε τη συνοδεία τριών ακόμη οργάνων (λαούτο, ούτι και κρουστά). Ήχοι της κρητικής μουσικής γέμισαν το Gagarin για την επόμενη ώρα. Μέσα σε αυτή είχαμε ρυθμικά χειροκροτήματα και εκρήξεις κεφιού αλλά και ατελείωτες εκκλήσεις για ησυχία (κάποιοι προφανώς θεώρησαν σκόπιμο να διαθέσουν τη συγκεκριμένη ώρα για να συζητήσουν τα νέα της εβδομάδας…). Σε κάθε περίπτωση η πλειοψηφία το απόλαυσε, τουλάχιστον αυτό μαρτυρά το θερμό χειροκρότημα στο τέλος. Όσο για τον ίδιο τον Ψαραντώνη αφού αρχικά ευχαρίστησε «του καλούς μουσικούς που τον τίμησαν με την επιλογή», ερμήνευσε τα κομμάτια με ορμή αγριμιού και αστείρευτη ενέργεια για τα 75 χρόνια του.

Λίγο πριν τις 11 η αναμονή τελείωσε, καθώς οι έξι μουσικοί των Swans, αφού πρώτα είχαν ελέγξει οι ίδιοι και τις τελευταίες λεπτομέρειες, ανέβηκαν στη σκηνή για να ξεκινήσει η συναυλία. Προσωπικά αυτή ήταν η τρίτη φορά που έβλεπα ζωντανά το συγκρότημα, ωστόσο ένιωθα αδημονία, περιέργεια και ανυπομονησία σαν να πήγαινα για πρώτη σε live του. Η αλήθεια είναι ότι οι εμφανίσεις των Swans δεν μοιάζουν με αυτές άλλων γκρουπ. Το βασικό στοιχείο τους είναι ότι το σχήμα αποδίδει κατά κύριο λόγο ακυκλοφόρητο υλικό που συνήθως περιλαμβάνεται στο επόμενο δίσκο του. Αυτό ίσως να ξενίζει κάποιους, αφού στην ουσία έρχονται σε επαφή με άγνωστο υλικό, χωρίς καμία ελπίδα να ακούσουν κάποια παλιότερα κομμάτια της μπάντας. Από την άλλη, το άγνωστο του υλικού ιντριγκάρει τον ακροατή, καθώς δεν ξέρει τι να περιμένει από το live. Κάθε περιοδεία των Swans είναι τελείως διαφορετική από την προηγούμενη, μιλώντας πάντα για το καθαρά μουσικό κομμάτι.

Το να περιγράψεις μια συναυλία των Swans είναι εξ ορισμού δύσκολο εγχείρημα κι αυτό γιατί η ουσία της βρίσκεται στα συναισθήματα που δημιουργούνται στη διάρκεια της. Πολλές φορές χαρακτηρίζουμε ένα live ως «εμπειρία», στην περίπτωση των Αμερικανών όμως, αυτό ισχύει απόλυτα. Μια παράσταση τους τη βιώνεις, δεν παρίστασαι απλώς, γίνεσαι μέρος μιας τελετουργίας. Οι πρώτες μελωδίες (οι θόρυβοι, αν προτιμάτε) των Swans αρκούσαν για να διαπεράσουν το κοινό που είχε κατακλύσει ασφυκτικά το Gagarin. Μέσα σε λίγα λεπτά το συγκρότημα είχε δημιουργήσει ένα ντελίριο θορύβου (δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι οι ωτοασπίδες ήταν κάτι περισσότερο από απαραίτητες). Όπως αναμενόταν το σετ τους περιείχε νέο υλικό, συν επιλογές από την τελευταία τους δουλειά, το περσινό καταπληκτικό διπλό LP The Glowing Man, καθώς και μια σύνθεση από το προηγούμενο πόνημα τους, το εξίσου σπουδαίο, επίσης διπλό, To Be Kind (μυθική η απόδοση του Screen Shot). Η ένταση παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του live στο κόκκινο δοκιμάζοντας τις αντοχές των θεατών αλλά και των ίδιων των μουσικών. Όλη αυτή η διαδικασία είναι άκρως επίπονη πρώτα από όλα για τους ίδιους, το έβλεπες στα πρόσωπα τους. Πραγματικά πρέπει να προηγείται κάθε περιοδείας εξαντλητική εξάσκηση για να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις κάθε βράδυ (ειδικά ο drummer πρέπει να έχει αντοχές αθλητή).

Ο απόλυτος πρωταγωνιστής φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Michael Gira, αυτή την επιβλητική προσωπικότητα με τον δύσκολο χαρακτήρα (έχουμε αναφερθεί στη περσόνα του αρκετές φορές, διαβάστε ενδεικτικά εδώ και εδώ). Μπορεί να υπάρχουν πολλές σκιές στον βίο και την πολιτεία του (με βαρύτερες τις περσινές κατηγορίες εναντίον του) αλλά δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι μιλάμε για μια μουσική ιδιοφυία. Ποιος άλλος μπορεί να γράψει μια 20λεπτη σύνθεση που να μην διαθέτει τίποτα περιττό, ποιος άλλος μπορεί να συνθέσει ένα διπλό άλμπουμ δύο ωρών που να διατηρεί σε όλη τη διάρκεια αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή; Στα 63 χρόνια καταφέρνει να φτάνει στα όρια του κάθε φορά που βρίσκεται στη σκηνή. Οι συνομήλικοι του έχουν ως προτεραιότητα τη σύνταξη, τη στιγμή που ο ίδιος ζει και αναπνέει για να παίζει εκκωφαντικό rock & roll. Επίσης, δεν μπορούμε παρά να τον εκθειάζουμε για την μουσική πορεία που ακολούθησε μέσα στα χρόνια, το πως εξελίχθηκε από ένας περιθωριακός μουσικός των αρχών των 80s σε ένα ολοκληρωμένο καλλιτέχνη ο οποίος, προϊόντος του χρόνου καθιέρωσε τον μεγαλειώδη post-everything ήχο που χαρακτηρίζει από χρόνια το μουσικό σύμπαν των Swans. Πάνω στη σκηνή ήταν ο απόλυτος ηγέτης – δικτάτορας. Είχε τον έλεγχο της κάθε λεπτομέρειας, καθοδηγούσε τους μουσικούς, οι οποίοι ακολουθούσαν προσηλωμένοι το όραμα του. Ένας κανονικός μαέστρος. Ακόμα και όταν κάποιοι θερμόαιμοι στο φινάλε άρχισαν το moshing στις μπροστινές σειρές, ο Gira πήγε στην άκρη της σκηνής και με ένα νεύμα τους επανέφερε αμέσως την τάξη και όλοι υπάκουσαν στο δευτερόλεπτο. Σε μια συναυλία των Swans πηγαίνεις για να ακούσεις μουσική και όχι για να εκτονώσεις τις ορέξεις σου. Ένα τέτοιο live επιβάλει ένα venue που θυμίζει εκκλησία και ο Gira μπορεί να το καταφέρει αυτό με μια μόνο  αυστηρή κίνηση του

Βεβαίως, ο Gira δεν ήταν μόνος του, είχε τη συνδρομή αυτής της εκπληκτικής συνοδευτικής μπάντας που κάθε μουσικός θα ήθελε να έχει πίσω του. Norman Westberg (κιθάρα), Christoph Hahn (lap steel), Christopher Pravdica (μπάσο), Phil Puleo (τύμπανα) για άλλη μια φορά αποδείχτηκαν «ψυχροί εκτελεστές». Έδωσαν πνοή και όγκο στις συνθέσεις του Gira. Μοναδικός απών ο απίθανος πολυμουσικός Thor Harris, τη θέση του πλέον κατέχει ο Paul Wallfisch (Firewater και Botanica, μεταξύ άλλων), ο οποίος συνεισέφερε μόνο στα πλήκτρα (εν αντιθέσει με τον Harris, που χωρίς υπερβολή, παίζει δεκάδες όργανα), ωστόσο φάνηκε απόλυτα δεμένος με την υπόλοιπη μπάντα (πραγματικά οι πρόβες του γκρουπ πρέπει να είναι εξαντλητικές για να επιτευχθεί αυτή η απόλυτη ομογένεια). Τεράστια η απώλεια του Harris αλλά φαίνεται ότι δεν στοίχισε στην επί σκηνής απόδοση του σχήματος, ίσα ίσα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή σε σύγκριση με την εμφάνιση των Swans πριν δυόμιση χρόνια στο χειμερινό Plissken (θυμηθείτε τι είχαμε γράψει τότε).

Δυο ώρες και δέκα λεπτά διήρκησε η ηχητική πανδαισία των Swans. Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, η συναυλία τους ήταν ταυτόχρονα εκρηκτική και καθηλωτική. Όταν ακούστηκε και η τελευταία νότα επήλθε η κάθαρση. Η υπέροχη τελετή έλαβε τέλος. Ο Gira ασυνήθιστα χαμογελαστός και φανερά ικανοποιημένος παρουσίασε τους μουσικούς κάνοντας παιχνίδι με την Ελλάδα (όπως αντίστοιχα είχε κάνει ο Blixa Bargeld πριν λίγο καιρό στην παρουσίαση των μουσικών των Einsturzende Neubauten στο Gazi Music Hall) και αφού υποκλίθηκε τρεις φορές έδωσε ραντεβού με τον κόσμο στο χώρο που βρισκόταν το merchandise. 

Η τελευταία εικόνα που έμεινε από αυτή τη συναυλία βγαίνοντας από το Gagarin ήταν το πεντακάθαρο, σπινθηροβόλο και διαπεραστικό βλέμμα του Michael Gira ο οποίος βρισκόταν στο φουαγιέ (φορώντας φυσικά το αγαπημένο του καπέλο) να υπογράφει με χαρακτηριστική ευγένεια και προθυμία τα cd και τα βινύλια όσων έσπευσαν στο πάγκο του merch (είχαν φέρει μαζί τους τα άπαντα!) για να κάνουν τις αγορές τους. Απλός, προσιτός και ταυτόχρονα σπουδαίος!

Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

 

 

Ο Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος γεννήθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 (συγκεκριμένα τη χρονιά για την οποία έχει τραγουδήσει ο Jimi Hendrix), όταν πια οι Joy Division είχαν πάψει ήδη να υπάρχουν από καιρό (ευτυχώς υπήρχαν οι New Order!). Μετά από χρόνια αναζητήσεων ανακάλυψε αυτό που έψαχνε σε μια έρημο, έκτοτε λατρεύει οτιδήποτε σχετίζεται με τους Kyuss. Πιστεύει ότι αν δεν υπήρχε το rock & roll θα έπρεπε να το έχουμε ανακαλύψει. Επίσης, είναι βέβαιος ότι ο Έλβις ζει κάπου ανάμεσα μας… 

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα